Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή

Οι νέες προκλήσεις και η στρατηγική της ΕΕ

Η ραγδαία ψηφιοποίηση έχει φέρει στο επίκεντρο σοβαρές προκλήσεις για μια σειρά θεμελιωδών δικαιωμάτων, των οποίων η προστασία πρέπει να εξασφαλιστεί με ενάργεια. Η ελευθερία της έκφρασης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και η δημόσια υγεία και ασφάλεια αποτελούσαν ανέκαθεν δικαιώματα που συχνά συγκρούονταν και έπρεπε να σταθμιστούν με τον δικαιότερο τρόπο, όμως στην ψηφιακή εποχή αυτή η εξίσωση είναι δυσκολότερη από ποτέ.

OΧάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το καταστατικό κείμενο της ΕΕ για την προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών των ατόμων, ενώ έχει ισχύ πρωτογενούς δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ, γενόμενος δεσμευτικός το 2009, όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας.

Από το 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκδίδει ετήσιες εκθέσεις για την πρόοδο που σημειώνεται στην ΕΕ όσον αφορά στην εφαρμογή του Χάρτη, ενώ το 2020, όταν συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από το έτος επίσημης ανακήρυξής του, η Επιτροπή παρουσίασε τη νέα της στρατηγική για την ενίσχυση της εφαρμογής του. Η στρατηγική αυτή συμπληρώνει το Σχέδιο δράσης για την ευρωπαϊκή δημοκρατία και την Έκθεση για το κράτος δικαίου σε μια συνολική προσέγγιση για την προώθηση και την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών της ΕΕ.

Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής και με δεδομένες τις προκλήσεις που έφερε η πανδημία του Covid-19 για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και την επιτάχυνση της ψηφιοποίησης που αυτή είχε ως αποτέλεσμα, τέθηκε στο προσκήνιο σε πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής η δυνατότητα διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ταχέως μεταβαλλόμενο ψηφιακό περιβάλλον της εποχής. Οι προκλήσεις της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και οι κίνδυνοι που υφίστανται για τα ατομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα του ανθρώπου αφορούν διάφορους τομείς, όπως ο περιορισμός στο διαδικτυακό περιεχόμενο, οι ποικίλες χρήσεις της τεχνητής νοημοσύνης, η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, η εργασία στις ψηφιακές πλατφόρμες και η ψηφιακή παρακολούθηση, οπότε είναι εξαιρετικά επίκαιρο το ζήτημα των ισχυόντων και επικείμενων νομοθετικών παρεμβάσεων για τα επόμενα χρόνια.

Περιορισμός online περιεχομένου
Ο περιορισμός του παράνομου ή προσβλητικού περιεχομένου και η ελευθερία έκφρασης είναι δύο στόχοι που είναι αρκετά δύσκολο να σταθμιστούν και αποτελούν ένα προβληματικό πεδίο αντιπαράθεσης εδώ και χρόνια. Οι ψηφιακές πλατφόρμες που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι στη σύνδεση των χρηστών με υπηρεσίες και περιεχόμενο, όπως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν βελτιώσει την πρόσβαση στην πληροφόρηση και έχουν δώσει τη δυνατότητα για άσκηση της ελευθερίας έκφρασης, όμως ταυτόχρονα έχουν δημιουργήσει και σοβαρά κοινωνικά προβλήματα με αρνητικές επιπτώσεις στα δικαιώματα των παιδιών και άλλων ευάλωτων ομάδων, στην ομαλή και έγκυρη ενημέρωση, την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά ακόμα και στη δημόσια υγεία, όπως διαφάνηκε με την παραπληροφόρηση εν καιρώ πανδημίας.

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να ανευρεθεί η ιδανική ισορροπία, έτσι ώστε η ελευθερία της έκφρασης να συνυπάρχει με τον πλουραλισμό, τη δημοκρατική κοινωνία, την ανεκτικότητα και τον σεβασμό των δικαιωμάτων των άλλων, ο οποίος άλλωστε αποτελεί και το απώτατο όριο στάθμισης μεταξύ αντικρουόμενων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Erbakan κατά Τουρκίας της 6ης Ιουλίου 2006 κατέστησε σαφές ότι τα κράτη επιτρέπεται και μπορεί ακόμη να έχουν και θετική υποχρέωση να αντιμετωπίζουν όλες τις μορφές έκφρασης που διαδίδουν, υποκινούν, προωθούν ή δικαιολογούν το μίσος που στρέφεται κατά προσώπων ή ομάδων που ανήκουν σε συγκεκριμένη εθνότητα ή θρησκεία.

Το κανονιστικό πλαίσιο για τον περιορισμό του ψηφιακού περιεχομένου είναι κατακερματισμένο στα κράτη-μέλη της ΕΕ, οπότε η αντιμετώπιση του προβλήματος συγκεκριμένων τύπων παράνομου περιεχομένου σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων γίνεται κυρίως σε κεντρικό επίπεδο. Οι κυριότερες νομοθετικές παρεμβάσεις εν προκειμένω είναι:

  • Οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων (2018/1808/ΕΕ): Εγκρίθηκε το 2018 και περιλαμβάνει μέτρα για την προστασία των ανηλίκων από το οπτικοακουστικό περιεχόμενο και τις εμπορικές επικοινωνίες που θα μπορούσαν να τους προκαλέσουν σωματική, ψυχική ή ηθική βλάβη. Επίσης, τα κράτη-μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν περιέχουν υποκίνηση βίας ή μίσους κατά ανθρώπων με βάση οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Στην Ελλάδα, η εν λόγω Οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον ν. 4779/2021.
  • Οδηγία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά (2019/790/ΕΕ): Δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2019 και αποσκοπεί στη διασφάλιση δίκαιης αποζημίωσης στους δημιουργούς για τη χρήση του έργου τους. Έτσι, επιτυγχάνει ισορροπία μεταξύ συγκρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην πνευματική ιδιοκτησία, η ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης και η ελευθερία των επιστημών. Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές για την υποστήριξη της συνεπούς εφαρμογής του άρθρου 17 της Οδηγίας, το οποίο θεσπίζει νέους κανόνες για τη χρήση προστατευόμενου περιεχομένου από τις επιγραμμικές πλατφόρμες ανταλλαγής περιεχομένου, έτσι ώστε οι φορείς της αγοράς να συμμορφώνονται αποτελεσματικότερα με την εθνική νομοθεσία που βασίζεται στην Οδηγία. Η Οδηγία δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο.
  • Κανονισμός για την πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου (2021/784/ΕΕ): Για να διασφαλιστεί η άμεση απομάκρυνση του τρομοκρατικού περιεχομένου, εκδόθηκε το 2021 ο Κανονισμός, με βάση τον οποίο αφαιρείται εντός μίας ώρας το τρομοκρατικό περιεχόμενο από τις διαδικτυακές πλατφόρμες. Ο Κανονισμός περιέχει και εγγυήσεις για τον σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδίως της ελευθερίας της έκφρασης, όπως για παράδειγμα η αιτιολόγηση από τις πλατφόρμες της αφαίρεσης του περιεχομένου, η εξαίρεση του περιεχομένου που διαδίδεται για εκπαιδευτικούς, δημοσιογραφικούς, καλλιτεχνικούς ή ερευνητικούς σκοπούς ή για σκοπούς ευαισθητοποίησης κατά της τρομοκρατικής δραστηριότητας. Οι επιγραμμικές πλατφόρμες δεν υποχρεούνται να χρησιμοποιούν αυτοματοποιημένα εργαλεία για τον προληπτικό εντοπισμό ή την απομάκρυνση τρομοκρατικού περιεχομένου, αλλά εάν χρησιμοποιούνται τέτοιου είδους μέτρα, θα πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις, ιδίως ανθρώπινη επίβλεψη και επαλήθευση, για να διασφαλίζεται η ακρίβεια. Ο κανονισμός θα αρχίσει να ισχύει στις 7 Ιουνίου 2022.
  • Προσωρινοί κανόνες για τον εντοπισμό κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο: Αν και η ρυθμιστική δράση για την αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου επικεντρώνεται κυρίως στο δημόσια διαθέσιμο περιεχόμενο, όπως αυτό που αναρτάται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε ιστοτόπους, το παράνομο περιεχόμενο που διαμοιράζεται μέσω διαπροσωπικής επικοινωνίας και ιδίως αυτό που αφορά την κακοποίηση παιδιών πρέπει επίσης να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Οι προσωρινοί κανόνες για τον εντοπισμό της κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο τέθηκαν σε ισχύ τον Αύγουστο του 2021 και διασφαλίζουν ότι ορισμένες επιγραμμικές υπηρεσίες επικοινωνίας, όπως υπηρεσίες webmail ή μηνυμάτων, μπορούν να χρησιμοποιούν – στον βαθμό που είναι απολύτως απαραίτητο – ειδικές τεχνολογίες για τον εντοπισμό υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, την αναφορά του και την αφαίρεσή του, παρέχοντας παράλληλα μια σειρά εγγυήσεων για τη διασφάλιση της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των προσωπικών δεδομένων σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων. Τέτοιοι μηχανισμοί επηρεάζουν αναπόφευκτα ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως το απόρρητο των επικοινωνιών και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, οπότε το ζητούμενο είναι να μετριαστούν κατά το δυνατόν αυτές οι επιπτώσεις με τις λιγότερο παρεμβατικές για την προσωπική ζωή τεχνολογίες, ενώ επιπλέον προβλέπονται και διαδικασίες επανόρθωσης με την υποβολή καταγγελιών από τα άτομα.
  • Πρόταση Κανονισμού για τις ψηφιακές υπηρεσίες (Digital Services Act): H Digital Services Act επιδιώκει να ενσωματώσει σε ένα ενιαίο νομοθέτημα διάφορα ξεχωριστά σημεία της νομοθεσίας της ΕΕ και των πρακτικών αυτορρύθμισης που αφορούν το παράνομο περιεχόμενο στο διαδίκτυο, προβλέποντας παράλληλα την κατάλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας έκφρασης και του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή των χρηστών, της ελευθερίας άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας των πλατφορμών και της ελευθερίας των συμβάσεων. Οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται με τον καθορισμό εγγυήσεων αλλά και σαφών και αναλογικών υποχρεώσεων δέουσας επιμέλειας για τις διαδικτυακές πλατφόρμες, ώστε να διασφαλίζεται ότι το παράνομο περιεχόμενο αντιμετωπίζεται κατάλληλα και με διαφάνεια και ότι οι χρήστες μπορούν να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Επιπλέον, οι πολύ μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες θα υπόκεινται σε αυξημένη λογοδοσία, δίνοντας περισσότερες επιλογές στους χρήστες στις διαδικτυακές τους αλληλεπιδράσεις και επιτρέποντας σε ανεξάρτητους ελεγκτές και ελεγμένους ερευνητές να εξετάζουν τα συστήματά τους.

Τεχνητή νοημοσύνη
Η χρήση των τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία, με την αύξηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών και την προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση μιας σειράς θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην πληροφόρηση ή στην υγειονομική περίθαλψη, αλλά και ζητημάτων δημοσίου συμφέροντος, όπως η δημόσια ασφάλεια ή η δημόσια υγεία. Από την άλλη πλευρά, όταν η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται χωρίς επαρκείς εγγυήσεις για την αυτοματοποίηση και την υποστήριξη διαδικασιών λήψης αποφάσεων, μπορεί να παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, την πρόσβαση σε ισότιμες συνθήκες εργασίας και την πρόσβαση στην προληπτική περίθαλψη.

Στις 21 Οκτωβρίου 2020, 26 από τα 27 κράτη-μέλη ενέκριναν έγγραφο με τίτλο “Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο πλαίσιο της Τεχνητής Νοημοσύνης και της Ψηφιακής Αλλαγής”, στο οποίο ζητούσαν να αντιμετωπιστούν η αδιαφάνεια, η πολυπλοκότητα και η μεροληψία, καθώς και σε ορισμένο βαθμό η απρόβλεπτη και μερικώς αυτόνομη συμπεριφορά ορισμένων συστημάτων ΤΝ, ώστε να διασφαλιστεί ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων και να διευκολυνθεί η επιβολή των νομικών κανόνων. Ωστόσο, έως τώρα κανένα κράτος-μέλος της ΕΕ δεν έχει θεσπίσει συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία για την αντιμετώπιση των προκλήσεων σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγείρονται από τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης.

Στις 21 Απριλίου 2021, η Επιτροπή εξέδωσε πρόταση Κανονισμού για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και για την τροποποίηση ορισμένων σχετικών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Εάν εγκριθεί, ο Κανονισμός θα είναι το πρώτο νομικό πλαίσιο για την Τεχνητή Νοημοσύνη που θα εναρμονίζει τους κανόνες για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση των συστημάτων ΤΝ στην ΕΕ μέσω της απαγόρευσης ορισμένων πρακτικών, της θέσπισης απαιτήσεων για τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου και της διαφάνειας για τα συστήματα ΤΝ που αλληλεπιδρούν με φυσικά πρόσωπα. Αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται μέσω της ταξινόμησης του κινδύνου που μπορεί να έχουν τα συστήματα ΤΝ για τις αξίες της Ένωσης και το δημόσιο συμφέρον.

Η πρόταση ακολουθεί μια προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο των συστημάτων. Ορισμένα συστήματα ΤΝ απαγορεύονται εντελώς, όπως για παράδειγμα εκείνα που χρησιμοποιούν τεχνικές υποσυνείδητου επηρεασμού και εκείνα που χρησιμοποιούνται από τις δημόσιες αρχές για κοινωνική βαθμολόγηση. Απαγορεύεται, επίσης, η χρήση απομακρυσμένων συστημάτων βιομετρικής ταυτοποίησης σε δημόσια προσβάσιμους χώρους για σκοπούς επιβολής του νόμου, εκτός εάν ισχύουν σαφώς καθορισμένες εξαιρέσεις και διασφαλίσεις.

Τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου θα πρέπει να συμμορφώνονται με ένα σύνολο απαιτήσεων και να ακολουθούν διαδικασίες αξιολόγησης πριν διατεθούν στην αγορά ή τεθούν σε λειτουργία. Οι απαιτήσεις αυτές διασφαλίζουν την κατάλληλη τεκμηρίωση και δοκιμή των εν λόγω συστημάτων, καθώς και επαρκή ποιότητα δεδομένων, ιχνηλασιμότητα, ανθρώπινη εποπτεία, ακρίβεια και ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και θα εφαρμόζονται όταν τα συστήματα ΤΝ χρησιμοποιούνται σε κρίσιμους τομείς, όπως η βιομετρική ταυτοποίηση, η εκπαίδευση, η απασχόληση, οι βασικές δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες, όπως οι παροχές δημόσιας βοήθειας, ο έλεγχος των συνόρων και η επιβολή του νόμου.

Σε περίπτωση που σημειωθούν παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω της χρήσης συστημάτων ΤΝ, η αποτελεσματική επανόρθωση για τα θιγόμενα πρόσωπα θα διευκολυνθεί μέσω της διαφάνειας και της ιχνηλασιμότητας των συστημάτων ΤΝ, σε συνδυασμό με ισχυρούς εκ των υστέρων ελέγχους από τις αρμόδιες αρχές. Οι εποπτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την περιφρούρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως οι αρχές προστασίας δεδομένων, οι φορείς ισότητας ή οι φορείς προστασίας των καταναλωτών, θα έχουν πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα σχετικά με τα συστήματα ΤΝ υψηλού κινδύνου που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, ώστε να είναι σε θέση να συνεργάζονται με τις εθνικές εποπτικές αρχές.

Περαιτέρω και με δεδομένο ότι η κατάλληλη ανθρώπινη εποπτεία στα συστήματα ΤΝ μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον έχει προηγηθεί η επαρκής κατάρτιση των υπευθύνων, εγκρίθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 το Σχέδιο δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση (2021-2027). Το σχέδιο στοχεύει στην προώθηση των ψηφιακών δεξιοτήτων και την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών δεοντολογίας στον τομέα της ΤΝ , παρέχοντας επαρκή δεδομένα για τη χρήση της από το πρώτο στάδιο της εκπαίδευσης μέχρι την παραγωγική διαδικασία.

Εργασία στις ψηφιακές πλατφόρμες
Τα τελευταία χρόνια και ειδικά με την έκρηξη της ψηφιοποίησης λόγω της πανδημίας του Covid-19, η οικονομία των ψηφιακών πλατφορμών αναπτύχθηκε ραγδαία, με πλέον πάνω από 28 εκατομμύρια εργαζομένους σε αυτές και περίπου 5,5 εκατομμύρια εργαζομένους να κατηγοριοποιούνται εσφαλμένα ως αυτοαπασχολούμενοι1.

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι ψηφιακές πλατφόρμες εργασίας δημιουργούν ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους και τους αυτοαπασχολουμένους, ενώ παρέχουν και βελτιωμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες για τους καταναλωτές. Ωστόσο, σε αυτό το νέο πλαίσιο εργασίας ο ορθός χαρακτηρισμός του καθεστώτος απασχόλησης των ατόμων γίνεται ολοένα και πιο δύσκολος και αυτό συνεπάγεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανεπαρκή εργασιακά δικαιώματα και ανεπαρκή κοινωνική προστασία για μεγάλη μερίδα εργαζομένων. Επιπλέον, τίθενται και ζητήματα προστασίας της προσωπικής ζωής και των δεδομένων των εργαζομένων.

Στις 9 Δεκεμβρίου 2021, δημοσιεύθηκε η πρόταση Οδηγίας σχετικά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας σε πλατφόρμες, η οποία στοχεύει στην ενιαία προσέγγιση όλων των προκλήσεων που ανακύπτουν σε αυτό το πεδίο και ειδικότερα στην προώθηση της διαφάνειας, της δικαιοσύνης και εν τέλει της βιώσιμης ανάπτυξης των εν λόγω πλατφορμών που σε πολλές περιπτώσεις δραστηριοποιούνται και σε διασυνοριακό επίπεδο.

Βασικό ζήτημα που απασχολεί την Οδηγία είναι το καθεστώς απασχόλησης των εργαζομένων και η αντιστοίχισή του με τις πραγματικές εργασιακές συνθήκες τους. Έτσι, παρέχει κατάλογο κριτηρίων, με βάση τα οποία καθορίζεται αν μια πλατφόρμα μπορεί να θεωρηθεί ως εργοδότης και συνεπώς τα άτομα που εργάζονται σε αυτή να απολαμβάνουν τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα της μισθωτής εργασίας, όπως το δικαίωμα σε συλλογικές διαπραγματεύσεις, την προστασία του χρόνου εργασίας, το δικαίωμα σε άδεια μετ’ αποδοχών και τις παροχές ανεργίας και ασθενείας. Τα κριτήρια αυτά δεν είναι αμάχητα, καθώς οι ίδιες οι πλατφόρμες θα μπορούν να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό τους ως εργοδότες, φέροντας το βάρος της απόδειξης.

Επιπλέον, στην πρόταση Οδηγίας καθορίζονται και οι προϋποθέσεις της χρήσης αλγορίθμων κατά την αξιολόγηση της εργασίας, έτσι ώστε να αυξηθεί η διαφάνεια, να διασφαλιστεί ότι η παρακολούθηση θα γίνεται κατά βάση από άνθρωπο και να δοθεί η δυνατότητα αμφισβήτησης των αυτοματοποιημένων αποφάσεων. Ο γενικότερος στόχος της διαφάνειας αποτυπώνεται και στην αποσαφήνιση και αύξηση των υποχρεώσεων δήλωσης εργασίας στις εθνικές αρχές εκ μέρους των πλατφορμών, έτσι ώστε οι βασικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές τους και τα άτομα που εργάζονται μέσω αυτών να είναι άμεσα διαθέσιμες.

Ψηφιακή παρακολούθηση και προσωπικά δεδομένα
Η προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής είναι τα κυριότερα θεμελιώδη δικαιώματα που βάλλονται στην ψηφιακή εποχή και τα οποία με την επαρκή προστασία τους μπορούν να ενισχύσουν την προστασία και άλλων δικαιωμάτων που μπορεί να επηρεαστούν από την κρατική ή ιδιωτική παρακολούθηση, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία της έκφρασης, η θρησκευτική ελευθερία και η απαγόρευση των διακρίσεων. Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (ΓΚΠΔ), η Οδηγία για την προστασία των δεδομένων στο πλαίσιο της επιβολής του νόμου (2016/680/ΕΕ) και η Οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (2002/58/ΕΚ), η οποία αναμένεται σύντομα να καταργηθεί, όταν τεθεί σε ισχύ ο Κανονισμός ePrivacy, έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό και συνεκτικό πλαίσιο όσον αφορά στην προστασία των προσωπικών δεδομένων στην ΕΕ, όμως υπάρχουν ακόμα αρκετές προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Σημαντικά ζητήματα ανέκυψαν σε αυτό το πεδίο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, όταν τέθηκε επί τάπητος η ιδιαίτερη προστασία που απολαμβάνουν τα ευαίσθητα ιατρικά δεδομένα αλλά και η απαιτούμενη διαχείριση της πληθώρας των προσωπικών δεδομένων που κλήθηκαν να επεξεργαστούν οι δημόσιες αρχές στα πλαίσια των περιορισμών μετακίνησης κατά τη διάρκεια των lockdowns. Παράλληλα, από την έναρξη της πανδημίας αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι κυβερνοεπιθέσεις σε διάφορες υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων υγείας, θέτοντας στο επίκεντρο τη σημασία της κρυπτογράφησης των δεδομένων για τους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, ώστε να προστατεύεται ικανοποιητικά η εμπιστευτικότητα των πληροφοριών. Το πρόβλημα, ωστόσο, με την κρυπτογράφηση είναι ότι επιτρέπει στους εγκληματίες να καλύπτουν την ταυτότητά τους και να αποκρύπτουν το περιεχόμενο των επικοινωνιών τους, οπότε θα πρέπει να διερευνηθούν τεχνικές, επιχειρησιακές και νομικές λύσεις που θα φέρνουν σε ισορροπία αφενός την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την ασφάλεια των επικοινωνιών και αφετέρου την αποτελεσματική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα και την τρομοκρατία.

Τέλος, μια ουσιώδης πτυχή της προστασίας των προσωπικών δεδομένων είναι η διασφάλιση της συνέχειας της προστασίας τους και εκτός ΕΕ, αφού άλλωστε στον σημερινό διασυνδεδεμένο κόσμο η ροή των δεδομένων είναι αναπόφευκτη και ανεξέλεγκτη σε όλους τους τομείς. Η εφαρμογή του ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου, ακόμα και όταν τα προσωπικά δεδομένα των Ευρωπαίων πολιτών μεταφέρονται πέρα από τα σύνορα της ΕΕ, είναι ένας φιλόδοξος στόχος, για τον οποίο αναζητούνται αυτή τη στιγμή οδοί διαπραγμάτευσης με τα άλλα κράτη είτε με μεμονωμένες διμερείς συμφωνίες, όπως π.χ. με το Ηνωμένο Βασίλειο, είτε στο ευρύτερο πλαίσιο της G7 ή G20.


  • Πώς μπορούν οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της τεχνολογίας να συμβάλλουν στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου στην ψηφιακή εποχή; Εκτός από την αυτονόητη συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή και την εθνική νομοθεσία, έχετε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιο best practice που ακολουθεί η εταιρεία σας στον τομέα αυτό;
Κατερίνα Γαλανοπούλου, Legal and Compliance Counsel at SAP Hellas, Cyprus and Malta

Οι ζωές μας εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τον ψηφιακό κόσμο για να πραγματοποιηθούν διαδικτυακές αλληλεπιδράσεις που βασίζονται στην εμπιστοσύνη. Για να διασφαλιστεί ότι τα άτομα έχουμε πρόσβαση σε αξιόπιστες ψηφιακές υπηρεσίες, όλες οι εταιρείες πρέπει να τοποθετούν τους χρήστες στο επίκεντρο των αποφάσεων.

Στη SAP δεσμευόμαστε σοβαρά σε αυτό το θέμα. Από τη μία πλευρά, χάρη στην τεχνολογία μας, όταν επεξεργαζόμαστε και χρησιμοποιούμε δεδομένα πελατών, τα προστατεύουμε, διατηρούμε την ιδιοκτησία τους και το απόρρητο του ατόμου στο οποίο ανήκουν. Οι πυλώνες της εσωτερικής μας στρατηγικής συμμόρφωσης με τον GDPR είναι να παρέχουμε στην εταιρεία μας συστάσεις, καθοδήγηση και εκπαίδευση για την ασφάλεια και την προστασία δεδομένων, να διεξάγουμε τακτικούς ελέγχους συμμόρφωσης, να παρακολουθούμε συνεχώς τις διαδικασίες μας και να διασφαλίζουμε την ευαισθητοποίηση των εργαζομένων. Από την άλλη πλευρά, έχουμε λύσεις και υπηρεσίες προσαρμοσμένες στις μοναδικές επιχειρηματικές προκλήσεις και τις προκλήσεις συμμόρφωσης των πελατών μας, για να τους επιτρέψουμε να συμμορφώνονται με οποιουσδήποτε σχετικούς νόμους και κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του GDPR, για να ενισχύσουν την σιγουριά και την εμπιστοσύνη των πελατών τους.


  • Στα πλαίσια της στρατηγικής της ΕΕ για τη βελτίωση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή, ποιες θεωρείτε ότι είναι οι κυριότερες ελλείψεις στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που θέτουν εμπόδια στον παραπάνω στόχο;
Λευτέρης Χελιουδάκης, Γραμματέας Homo Digitalis, CIPP/E, CIPM, CIPT, FIP

Αδιαμφισβήτητά, οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της ΕΕ αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση για τη βελτίωση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ψηφιακή εποχή. O ψηφιακός μετασχηματισμός σε επίπεδο ΕΕ θα πρέπει να είναι προσανατολισμένος στα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται τόσο στο πρωτογενές όσο και στο παράγωγο νομικό πλαίσιο της ΕΕ, με επίκεντρο μία ανθρωποκεντρική κοινωνία που θα ευημερεί από την ενσωμάτωση αναδυόμενων τεχνολογιών, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ανάλυση δεδομένων και το διαδίκτυο των πραγμάτων, σε επιχειρηματικά μοντέλα και υπηρεσίες.

Εάν θα μπορούσαμε ακροθιγώς να αναφερθούμε στις κυριότερες ελλείψεις στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη τις σύνθετες προκλήσεις που ανακύπτουν στο πλαίσιο της διαχείρισης περιεχομένου στο διαδίκτυο και την άμεση ανάγκη αναθεώρησης της Οδηγίας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο. Εκεί, ο ενωσιακός νομοθέτης καλείται να βρει την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης, στην προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής και στον περιορισμό της διάδοσης παράνομου περιεχομένου στις επιγραμμικές πλατφόρμες. Πλήθος νομοθετικών πρωτοβουλιών, όπως η Digital Services Act, η οποία αναμένεται να υιοθετηθεί σύντομα και θα προβλέπει τους οριζόντιους κανόνες που καλύπτουν όλες τις ψηφιακές υπηρεσίες, αλλά και τομεακή νομοθεσία που έχει ήδη υιοθετηθεί (όπως TERREG και CDSM) ή που αναμένεται να υιοθετηθεί (όπως CSAM) επιδιώκουν να βρουν τη χρυσή τομή μεταξύ προάσπισης των ελευθεριών και δικαιωμάτων στο διαδίκτυο και περιορισμό της διάδοσης παράνομου υλικού. Οι ελλείψεις που υπάρχουν, όμως, στο ισχύον νομικό πλαίσιο δεν θα πρέπει να καλυφθούν από διατάξεις που θα ενισχύουν τη λογοκρισία και παρεμβατικές πρακτικές. Αντιθέτως, είναι αναγκαίο η ΕΕ να βρει λύση στις προκλήσεις που ανακύπτουν, προωθώντας αξιόπιστους μηχανισμούς επισήμανσης παράνομου περιεχομένου και αποτελεσματικά μέσα ένδικης προστασίας.