Η συζήτηση εναλλακτικών μορφών χρηματοδότησης υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, όχι μόνο αναφορικά με την ελληνική οικονομία, αλλά και με την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα. Στο επίκεντρο της συζήτησης – που είναι και το μεγάλο ζητούμενο – είναι η διεύρυνση της πρόσβασης όλο και περισσότερων επιχειρήσεων, ιδίως μικρομεσαίων και νεοφυών (start-up), σε χρηματοδοτικές χορηγήσεις, η οποία είναι αναγκαία συνθήκη για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Eδώ και χρόνια έχει γίνει απολύτως αντιληπτό, και στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικά, ότι η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει αφενός πάντοτε ένα ισχυρό και εύρωστο τραπεζικό σύστημα, αλλά και αφετέρου την ανάπτυξη εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης από άλλους μη τραπεζικούς φορείς, όπως ιδίως επενδυτικά funds παροχής πιστώσεων. Η τάση που επικρατεί στην Ευρώπη σε ό,τι αφορά τις χορηγήσεις δανείων από μη τραπεζικούς φορείς είναι να εισέρχονται και να δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και να δημιουργούν ειδικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια, μέσω των οποίων παρέχουν δάνεια (κατά κανόνα με εξασφαλίσεις) σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε start-ups.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το μερίδιο των μη τραπεζικών ιδρυμάτων στα δάνεια έχει σχεδόν διπλασιασθεί μετά την κρίση του 2008 και πλέον πάνω από ένα στα τέσσερα ευρώ δανείων που χορηγούνται στην Ευρωζώνη προέρχονται από μη τραπεζικούς φορείς. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσεται και η σημαντική θεσμική παρέμβαση στον τομέα παροχής πιστώσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού τροποποιήθηκε η Οδηγία 2011/61/ΕΕ (η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 4209/2013), σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (Alternative Investment Fund Managers Directive/ AIFMD), μέσω της οποίας τροποποίησης επιδιώκεται το άνοιγμα της ευρωπαϊκής αγοράς διασυνοριακής παροχής πιστώσεων μέσω εναλλακτικών επενδυτικών κεφαλαίων. Ειδικότερα, η Οδηγία 2024/927/ΕΕ (AIFMD II) έχει τεθεί σε ισχύ από τις 15.04.2024 και πρέπει να ενσωματωθεί εντός δύο ετών.
Σε αντίθεση με την επικρατούσα πανευρωπαϊκή τάση και δυναμική, τόσο σε θεσμικό όσο και πρακτικό επίπεδο, το θεσμικό πλαίσιο της χώρας μας πριν την AIFMD II δεν επέτρεπε ουσιαστικά τη χορήγηση δανείων σε ιδρύματα που δεν κατέχουν τραπεζική άδεια. Μια ενδιάμεση λύση, μόρφωμα της πρακτικής και των αναγκών της πραγματικής οικονομίας, ήταν η έκδοση ομολογιακών δανείων και η ανάληψη των ομολογιών από επενδυτικά funds, πρακτική που άφηνε όμως εκτός όσες ελληνικές εταιρίες δεν ήταν ανώνυμες.
Η απόφαση για επέκταση της παροχής δανείων από μη τραπεζικά ιδρύματα, με βάση βέλτιστες διεθνείς πρακτικές, είναι μια απολύτως θετική εξέλιξη, η οποία είναι, εδώ και χρόνια, εντελώς συμβατή με τα ευρωπαϊκά και παγκόσμια οικονομικά και θεσμικά δρώμενα, και μπορεί να δώσει μεγάλη προώθηση στην ελληνική οικονομία, αλλά κυρίως, μεταξύ άλλων, να επιτύχει τη μεγιστοποίηση της διάχυσης των ωφελειών της αναπτυξιακής πορείας της χώρας και της αυξανόμενης εισροής κεφαλαίων και επενδύσεων, στο σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου.
Οι διαφορές στις εθνικές ρυθμίσεις σχετικά με τον δανεισμό είχαν οδηγήσει σε ανταγωνιστικές ανισορροπίες μεταξύ των δικαιοδοσιών που απαγόρευαν τον μη τραπεζικό δανεισμό και εκείνων με πιο ευέλικτα θεσμικά πλαίσια που τον επέτρεπαν. Η AIFMD ΙΙ αντιμετωπίζει αυτές τις ανισότητες επεκτείνοντας τις επικουρικές υπηρεσίες που μπορούν να παρέχουν οι Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΔΟΕΕ/Διαχειριστές), ώστε να συμπεριλάβουν τη χορήγηση δανείων από funds, δηλ. Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ), και θεσπίζει κοινούς κανόνες για τη δημιουργία μιας αποτελεσματικής εσωτερικής αγοράς για τη δανειοδότηση από ΟΕΕ, ώστε να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των ΟΕΕ με τη δανειοδότηση σε όλα τα κράτη μέλη και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των εταιρειών της Ένωσης σε χρηματοδότηση, που αποτελεί βασικό στόχο της Ένωσης Κεφαλαιαγορών.
Με σκοπό τη διασφάλιση ενιαίου επιπέδου προστασίας των επενδυτών στην Ένωση, η AIFMD ΙΙ αντιμετωπίζει μικροπροληπτικούς και μακροπροληπτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν και να διαδοθούν στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα λόγω της δανειοδότησης από ΟΕΕ και εναρμονίζει τους κανόνες που ισχύουν για τους Διαχειριστές που διαχειρίζονται ΟΕΕ οι οποίοι δανειοδοτούν, προκειμένου να μετριασθεί η σύγκρουση συμφερόντων και να βελτιωθεί η διαχείριση κινδύνων σε ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική αγορά και να αυξηθεί η διαφάνεια για τους επενδυτές.
Σε επίπεδο Διαχειριστών, προβλέπεται η υποχρέωση θέσπισης αποτελεσματικών πολιτικών και διαδικασιών για τη χορήγηση δανείων με σκοπό την ορθή αξιολόγηση και παρακολούθηση του πιστωτικού κινδύνου. Οι εν λόγω πολιτικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική επανεξέταση (τουλάχιστον μία φορά ετησίως). Επιπλέον, ο Διαχειριστής (συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού, των αντιπροσώπων και των συνδεδεμένων εταιρειών του) καθώς και επιλεγμένες άλλες οντότητες (συμπεριλαμβανομένου του θεματοφύλακα του ΟΕΕ) απαγορεύεται να λαμβάνουν δάνεια από τον ΟΕΕ τον οποίο διαχειρίζεται ο Διαχειριστής. Η AIFMD ΙΙ ρυθμίζει επίσης τα δάνεια των μετόχων αυτών.
Η χορήγηση δανείων είναι μια στρατηγική που είναι πρωτίστως κατάλληλη για ΟΕΕ «κλειστού τύπου». Ωστόσο, η AIFMD ΙΙ αποσαφηνίζει τις προϋποθέσεις και για τους ΟΕΕ «ανοικτού τύπου» που χορηγούν δάνεια ως μέρος της στρατηγικής τους. Οι ΟΕΕ που χορηγούν δάνεια θα μπορούν να είναι αόριστης διάρκειας μόνον εάν ο Διαχειριστής τους αποδείξει στην αρμόδια αρχή ότι το σύστημα διαχείρισης κινδύνου ρευστότητας του ΟΕΕ είναι συμβατό με την επενδυτική στρατηγική και την πολιτική εξαγορών του (σύμφωνα με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που θα δημοσιεύσει η ESMA).
Η AIFMD II παρέχει επίσης ειδικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση μόχλευσης από ΟΕΕ που χορηγούν δάνεια. Συγκεκριμένα, τους επιτρέπει να μοχλεύουν έως και 300% εάν είναι «κλειστού τύπου» και 175% εάν είναι «ανοικτού τύπου», όπου μόχλευση είναι ο λόγος μεταξύ της έκθεσής τους (υπολογιζόμενης με τη μέθοδο των δεσμεύσεων) προς την καθαρή αξία ενεργητικού τους. Επιβάλλει όρια διασποράς και έκθεσης κατά τη χορήγηση δανείων σε χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, άλλους ΟΕΕ ή ΟΣΕΚΑ, θέτοντας ανώτατο όριο στα δάνεια προς έναν μόνο δανειολήπτη στο 20% του κεφαλαίου του ΟΕΕ. Απαγορεύονται οι στρατηγικές «χορήγησης προς διανομή», απαιτώντας από τους ΟΕΕ να διατηρούν το 5% της ονομαστικής αξίας κάθε δανείου. Όλα τα έσοδα από δάνεια πρέπει να αποδίδονται στον ΟΕΕ και τα έξοδα που σχετίζονται με τη διαχείριση δανείων πρέπει να γνωστοποιούνται στους επενδυτές.
Θεσπίζονται ειδικοί μεταβατικοί κανόνες για να αποφευχθεί η διατάραξη της αγοράς, ενώ τα κράτη μέλη θα μπορούν να απαγορεύουν στους ΟΕΕ να χορηγούν δάνεια σε καταναλωτές ή να εξυπηρετούν/διαχειρίζονται τέτοιες πιστώσεις.
Σε επίπεδο ελληνικής αγοράς, η επιτυχία του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ολιστική προσέγγιση του ζητήματος των εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και τη στάθμιση και εξισορρόπηση μεταξύ επιμέρους συμφερόντων. Ο Έλληνας νομοθέτης και ο εποπτικός φορέας θα πρέπει να επιτρέψουν και να διευκολύνουν την εγκατάσταση και λειτουργία ελληνικών επενδυτικών funds, αφού ούτως ή άλλως κεφάλαια θα μπορούν να αντληθούν μέσω του ευρωπαϊκού διαβατηρίου. Παράλληλα, θα πρέπει να ρυθμιστεί ο εκ των πραγμάτων ανταγωνισμός μεταξύ τραπεζικού και μη δανεισμού και δεν πρέπει να υποβαθμιστεί το γεγονός ότι οι τράπεζες υπόκεινται σε αυστηρότατο νομοθετικό πλαίσιο που καθιστά αυτές λιγότερο ευέλικτες και ανταγωνιστικές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει οι νομοθετικές παρεμβάσεις να διευκολύνουν τόσο την πρόσβαση των δανειοληπτριών επιχειρήσεων στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, όσο και την πρόσβαση των ενδιαφερόμενων παρόχων πιστώσεων στην ελληνική αγορά, χωρίς έμμεσα κανονιστικά, φορολογικά κλπ. εμπόδια που ευνοούν de facto κάποιους παρόχους πιστώσεων έναντι άλλων.