Η δημόσια γνωστοποίηση φορολογικών πληροφοριών των πολυεθνικών ομίλων ανά χώρα στοχεύει στην ενημέρωση του κοινού, την τόνωση του ανταγωνισμού και την επίτευξη φορολογικής διαφάνειας στα πλαίσια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Μετά από χρόνια διαπραγματεύσεων και με τη φοροαποφυγή να μην έχει ακόμα ελεγχθεί επαρκώς σε επίπεδο ΕΕ, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε αν και πώς το βήμα αυτό θα επηρεάσει τον φορολογικό σχεδιασμό των μεγάλων πολυεθνικών.
Στην εποχή της υπερεκμετάλλευσης των φορολογικών παραδείσων, η φορολογική διαφάνεια αποτελεί ένα ζητούμενο, το οποίο αντανακλάται στην έντονη δημόσια πίεση και τη συναφή πολιτική βούληση τόσο σε επίπεδο G20 και ΟΟΣΑ όσο και στην ΕΕ. Ήδη από το 2013 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης έχει δημοσιεύσει το σχέδιό του για την πρόληψη της Διάβρωσης της Φορολογικής Βάσης και της Μετατόπισης Κερδών (Σχέδιο Δράσης BEPS), το οποίο αποτέλεσε σημαντική πρωτοβουλία για την τροποποίηση των υφιστάμενων διεθνών φορολογικών κανόνων και οδήγησε σε σύνολο προτύπων για την παροχή πληροφοριών από τις πολυεθνικές εταιρείες και την κατάρτιση εκθέσεων ανά χώρα.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εκδοθεί η Οδηγία (ΕΕ) 2016/881, η οποία τροποποίησε την Οδηγία (ΕΕ) 2011/16 και επέκτεινε το πεδίο της ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας ανά χώρα. Η νέα Οδηγία Country-by-country Reporting, η οποία τέθηκε σε ισχύ στο τέλος του 2021, συνυπάρχει με την υφιστάμενη Οδηγία και θέτει νέες υποχρεώσεις στις πολυεθνικές εταιρείες με υψηλότερο βαθμό δημοσιότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιχειρήσεις καλούνται όχι μόνο να εστιάσουν στην αναθεώρηση των διαδικασιών τους, αλλά και να επανεξετάσουν και να προσαρμόσουν στα νέα δεδομένα τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και τις πολιτικές τους. Έτσι, θα εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τους νέους κανόνες, αποφεύγοντας σημεία αλληλοεπικάλυψης και αξιοποιώντας τις αναδυόμενες ευκαιρίες.
Η ισχύουσα Οδηγία (ΕΕ) 2016/881
Ο Οδηγία 2016/881 εγκρίθηκε στις 25 Μαΐου 2016, με προθεσμία μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία την 4η Ιουνίου 2017, οπότε στην Ελλάδα ενσωματώθηκε με τον ν. 4484/2017. Η εν λόγω Οδηγία καθορίζει το πεδίο εφαρμογής και τις προϋποθέσεις για την υποβολής Έκθεσης ανά Χώρα από ομίλους πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Η παροχή πληροφοριών γίνεται προς τις φορολογικές αρχές της κάθε χώρας και αφορά δεδομένα όλου του ομίλου και όχι μόνο των εργασιών που σχετίζονται με την ΕΕ. Η υποχρέωση της πολυεθνικής εταιρείας υφίσταται, όταν τα έσοδα του ομίλου είναι τουλάχιστον 750 εκατομμύρια ευρώ κατά το οικονομικό έτος που προηγείται του έτους αναφοράς, ενώ παράλληλα θα πρέπει είτε η μητρική εταιρεία είτε κάποιο μέλος του ομίλου να έχει έδρα σε κράτος-μέλος της ΕΕ.
Οι πληροφορίες που παρέχονται αφορούν ολόκληρο τον όμιλο και αποτελούνται από:
- τα ετήσια έσοδα
- τις ζημίες και τα κέρδη πριν την απόδοση του φόρου εισοδήματος
- το ποσό του φόρου που έχει πληρωθεί
- το ποσό του φόρου που έχει καταλογισθεί
- τα συσσωρευμένα κέρδη
- τον αριθμό των εργαζομένων
- τα περιουσιακά στοιχεία εκτός των ρευστών
- τη φορολογική έδρα και την κύρια δραστηριότητα κάθε μέλους του ομίλου.
Η νέα Οδηγία για τη δημόσια γνωστοποίηση πληροφοριών
Η νέα Οδηγία CbCR, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 21 Δεκεμβρίου 2021, στοχεύει, όπως και η υφιστάμενη, στη φορολογική διαφάνεια των πολυεθνικών επιχειρήσεων και ρυθμίζει το πεδίο εφαρμογής και τις προϋποθέσεις της Έκθεσης ανά Χώρα. Η βασική της διαφορά από την Οδηγία 2016/881 είναι ότι η παροχή πληροφοριών δεν γίνεται προς τις φορολογικές αρχές, αλλά είναι δημόσια.
Το χρονικό της ψήφισης
Το πρώτο σχέδιο της σχετικής νομοθεσίας παρουσιάστηκε από την Επιτροπή στις 12 Απριλίου 2016, όμως παρήλθαν πάνω από πέντε χρόνια για την ψήφισή του. Ένας από τους κυριότερους λόγους για το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί ήταν η διαφωνία για τη νομική βάση της πρότασης και κατά πόσον αυτή έπρεπε να βασιστεί στο άρθρο 50 ΣΛΕΕ, υποκείμενη στη συνήθη νομοθετική διαδικασία που απαιτεί ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, ή στο άρθρο 115 ΣΛΕΕ, υποκείμενη στην ειδική νομοθετική διαδικασία που αφορά φορολογικά θέματα και απαιτεί την ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου.
Τελικά, τα κράτη-μέλη συμφώνησαν να προχωρήσουν δυνάμει του άρθρου 50, με δεδομένο ότι η Οδηγία δεν αφορά την εναρμόνιση της φορολογίας, αλλά τις υποχρεώσεις οικονομικής γνωστοποίησης στα πλαίσια του εταιρικού δικαίου, αφού μάλιστα τροποποιεί την Οδηγία (ΕΕ) 2013/34 (Accounting Directive), η οποία είχε την ίδια νομική βάση. Έτσι, την 1η Ιουνίου 2021 το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο ανακοίνωσαν ότι είχε επιτευχθεί προσωρινή συμφωνία σε συμβιβαστικό κείμενο. Το Συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση στις 28 Σεπτεμβρίου 2021, με 21 ψήφους υπέρ, δύο ψήφους κατά (Κύπρος και Σουηδία) και αποχή τεσσάρων κρατών (Τσεχία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο και Μάλτα) και στις 11 Νοεμβρίου 2021 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε επισήμως το τελικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ την 1η Δεκεμβρίου 2021 ως Οδηγία (ΕΕ) 2021/2101.
Θέση σε ισχύ
Η ημερομηνία έναρξης ισχύος της Οδηγίας είναι η 21η Δεκεμβρίου 2021 (20η ημέρα από την ημερομηνία δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ). Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν προθεσμία μέχρι τις 22 Ιουνίου 2023, για να μεταφέρουν την Οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο, ενώ φυσικά κάθε κράτος μπορεί να επιλέξει να εφαρμόσει τις διατάξεις σε προγενέστερη ημερομηνία.
Η εφαρμογή των διατάξεων θα ξεκινήσει 12 μήνες μετά την προθεσμία ενσωμάτωσης, δηλαδή στις 22 Ιουνίου 2024. Συνεπώς, το πρώτο οικονομικό έτος, για το οποίο θα συνταχθεί έκθεση θα είναι το 2025, οπότε η προθεσμία υποβολής της πρώτης έκθεσης θα είναι στο τέλος του 2026.
Υπόχρεοι προς γνωστοποίηση
Η υποχρέωση αφορά τις πολυεθνικές επιχειρήσεις με καθαρό κύκλο εργασιών τουλάχιστον 750 εκατομμύρια ευρώ σε κάθε ένα από τα δύο τελευταία διαδοχικά οικονομικά έτη, εφόσον η μητρική εταιρεία ή κάποιο μέλος του ομίλου έχει έδρα σε κράτος-μέλος της ΕΕ και το μέλος αυτό χαρακτηρίζεται ως μεσαία ή μεγάλη επιχείρηση, σύμφωνα με τους ορισμούς της Οδηγίας (ΕΕ) 2013/34. Ήτοι, σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω Οδηγίας, ο αριθμός των εργαζομένων της ξεπερνάει τους 50 και το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών είναι άνω των 8 εκατομμυρίων ευρώ.
Εφόσον η μητρική εταιρεία εδρεύει στην ΕΕ, θα πρέπει εκείνη να υποβάλλει την ετήσια έκθεση. Διαφορετικά, υπόχρεη είναι η θυγατρική εταιρεία ή το υποκατάστημα, δημοσιοποιώντας όμως πληροφορίες για όλο τον όμιλο. Αν αυτές οι πληροφορίες δεν τους είναι διαθέσιμες, τότε θα πρέπει να δημοσιεύσουν δήλωση ότι η μητρική εταιρεία δεν τους έχει διαθέσει αυτές τις πληροφορίες (η επονομαζόμενη δήλωση συμμόρφωσης ή εξήγησης).
Υποχρεωτικά πεδία
Η έκθεση, η οποία θα πρέπει να περιλαμβάνει συγκεκριμένα πεδία πληροφοριών, θα δημοσιεύεται σε εμπορικό μητρώο του κράτους-μέλους, το οποίο είναι προσβάσιμο στο κοινό, καθώς και σε ενεργή ιστοσελίδα του ομίλου. Τα κράτη μπορούν να επιλέξουν να εξαιρούν τις εταιρείες από τη δημοσίευση της έκθεσης στην ιστοσελίδα τους, εφόσον αυτή έχει ήδη δημοσιευθεί δωρεάν στην ιστοσελίδα του εμπορικού μητρώου.
Οι πληροφορίες προς δημοσίευση χωρίζονται σε επτά πεδία, τα οποία θεωρούνται απαραίτητα, έτσι ώστε το κοινό να μπορεί να εξετάσει ενδελεχώς και να εκτιμήσει τη φορολογική στρατηγική των πολυεθνικών εταιρειών. Συγκεκριμένα, αποτελούνται από:
- σύντομη περιγραφή των δραστηριοτήτων της εταιρείας
- τον καθαρό κύκλο εργασιών, συμπερι-λαμβανομένου του κύκλου εργασιών των συνδεδεμένων μερών
- τις ζημίες και τα κέρδη πριν την απόδοση του φόρου εισοδήματος
- το ποσό του φόρου που έχει πληρωθεί
- το ποσό του φόρου που έχει καταλογισθεί
- τα συσσωρευμένα κέρδη
- τον αριθμό των υπαλλήλων πλήρους απασχόλησης.
Συμπερασματικά
Η νέα Οδηγία CbCR έρχεται σε μια εποχή, στην οποία το αίτημα για φορολογική διαφάνεια είναι εντονότερο από ποτέ. Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, 5 χρόνια πριν, το ζητούμενο ήταν να βρεθεί τρόπος, έτσι ώστε οι πολυεθνικές εταιρείες να πληρώνουν τους οφειλόμενους φόρους στη χώρα, στην οποία αποκτούν τα κέρδη τους, και να μειωθεί το φαινόμενο της μεταφοράς αυτών των κερδών σε κράτη, στα οποία οι εταιρείες έχουν ελάχιστες δραστηριότητες και απασχολούν λίγους εργαζομένους, όμως απολαμβάνουν προνομιακή φορολογική μεταχείριση. Σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου “Bringing transparency, coordination and convergence to corporate tax policies in the European Union”, η οποία δημοσιεύθηκε το 2015, υπολογίστηκε ότι τα κράτη-μέλη της ΕΕ χάνουν ετησίως 50-70 δισεκατομμύρια ευρώ λόγω της φοροαποφυγής.
Υπό αυτό το πρίσμα, η υποχρέωση για δημόσια γνωστοποίηση του φορολογικού σχεδιασμού των πολυεθνικών επιχειρήσεων αποτελεί ένα βήμα για την ενημέρωση του κοινού και την προστασία του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, τοποθετώντας τη συνετή εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων στο πλαίσιο της ESG στρατηγικής των εταιρειών και ιδίως της κοινωνικής ευθύνης.
Μάλιστα, η παρουσίαση των δεδομένων ανά κράτος και ανά δικαιοδοσίες που έχουν ή δεν έχουν φορολογική συνεργασία με την ΕΕ, αλλά και η παρουσίαση των φόρων που έχουν καταλογισθεί και αυτών που τελικά πληρώθηκαν δίνει τη δυνατότητα στο κοινό να έχει μια ολοκληρωμένη εποπτεία των δραστηριοτήτων ενός πολυεθνικού ομίλου και των πιθανών πρακτικών του για τεχνητή απομείωση των φορολογικών του υποχρεώσεων.
Βεβαίως, πρόκειται για ένα από τα πρώτα βήματα προς τον τελικό στόχο της υψηλής φορολογικής διαφάνειας και της καταπολέμησης της φοροαποφυγής και το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την πρόταση μέχρι την τελική αποδοχή φανερώνει τις δυσκολίες και τις αντιδράσεις στο εγχείρημα. Η εφαρμογή του στην πράξη και ο αντίκτυπός του στην ευρωπαϊκή αγορά και την ανταπόκριση του κοινού θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό ποια θα είναι και τα επόμενα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Συγκριτική επισκόπηση των δύο Οδηγιών για τη φορολογική διαφάνεια
Θεωρείτε ότι η νέα Οδηγία CbCR για τη δημόσια γνωστοποίηση πληροφοριών από τις πολυεθνικές εταιρείες θα καταφέρει να βελτιώσει το τοπίο της φορολογικής διαφάνειας στην ΕΕ; Υπάρχουν ζητήματα
που θα ήταν σκόπιμο να βελτιωθούν κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία;
«Η υποχρέωση των πολυεθνικών εταιρειών να δημοσιοποιούν στοιχεία για τον τόπο όπου πραγματοποιούν τα κέρδη τους και τον τόπο όπου καταβάλλουν τους φόρους τους αναμφίβολα θα συμβάλει στην ενίσχυση της φορολογικής διαφάνειας και στον δημόσιο έλεγχο με τη δημόσια πληροφόρηση κάθε ενδιαφερομένου, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, επενδυτών και πιστωτών των πολυεθνικών εταιρειών. Στον αντίποδα, όμως, η νέα αυτή υποχρέωση δεν θα πρέπει να αποτελέσει ένα άσκοπο και δυσανάλογο επιπλέον πρόσθετο διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις. Η επιτυχία της νέας αυτής Οδηγίας εναπόκειται κατά πολύ στον τρόπο ενσωμάτωσής της από τα κράτη-μέλη. Σκόπιμο είναι ο εθνικός νομοθέτης να υιοθετήσει τη “διασφαλιστική ρήτρα” της Οδηγίας που θα επιτρέπει στις εταιρείες να αναβάλλουν τη δημοσιοποίηση συγκεκριμένων στοιχείων υπό προϋποθέσεις, όταν η άμεση δημοσιοποίηση μπορεί να βλάψει την εμπορική και ανταγωνιστική τους θέση, χωρίς όμως να καταστρατηγείται η συμμόρφωση και η καθολική εφαρμογή της υποχρέωσης και εν τέλει ο σκοπός της εταιρικής φορολογικής διαφάνειας.»
Θεωρείτε ότι η νέα Οδηγία CbCR για τη δημόσια γνωστοποίηση πληροφοριών από τις πολυεθνικές εταιρείες θα καταφέρει να βελτιώσει το τοπίο της φορολογικής διαφάνειας στην ΕΕ; Υπάρχουν ζητήματα που θα ήταν σκόπιμο να βελτιωθούν κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην εθνική νομοθεσία;
«Σύμφωνα με τη νέα Οδηγία, το ευρύ κοινό θα έχει για πρώτη φορά στη διάθεσή του περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με στοιχεία φορολογικού ενδιαφέροντος για την παγκόσμια δραστηριότητα των μεγάλων πολυεθνικών ομίλων που είναι εγκατεστημένοι στην Ευρώπη και έτσι φαίνεται να ενισχύεται η φορολογική διαφάνεια στην ΕΕ. Επιπλέον, η αυξημένη ορατότητα που προβλέπει η Οδηγία αναμένεται να “πιέσει” τις επιχειρήσεις να επιδείξουν μεγαλύτερη φορολογική υπευθυνότητα, γεγονός που προσμετράται στα θετικά της.
Προκύπτουν, ωστόσο, δύο βασικοί προβληματισμοί σε σχέση με τις πληροφορίες που θα δημοσιευθούν. Αφενός, οι κανόνες συλλογής και παρουσίασής τους έχουν (καλώς) δομηθεί απλουστευτικά, προκειμένου να περιορίσουν το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις, και επομένως η εικόνα που προσφέρουν αποτελεί αφορμή για περαιτέρω συζήτηση ή προτεραιοποίηση ελέγχου από τις αρμόδιες φορολογικές αρχές και όχι για απευθείας εξαγωγή συμπερασμάτων. Συνεπώς, απαιτείται μία λελογισμένη αξιοποίησή τους, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη, όταν αυτές γίνουν δημόσια διαθέσιμες. Αφετέρου, δεδομένου ότι θα βρεθούν στο “μικροσκόπιο” όχι μόνο επενδυτών και φορολογικών αρχών αλλά και ανταγωνιστών, ίσως η διαφάνεια αυτή να τοποθετεί τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τους εκτός ΕΕ ανταγωνιστές τους.»