Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η διαιτησία κερδίζει ολοένα περισσότερο έδαφος στην Ελλάδα της εξαιρετικά αργής απονομής της δικαιοσύνης, αν και φυσικά υπάρχουν πολλοί ακόμη λόγοι για αυτή την πρακτική. Φορείς της αγοράς από τους κλάδους της ενέργειας, των κατασκευών και της τεχνολογίας μοιράζονται με το Lawyer τον ρόλο που επιτελεί η διαιτησία στην επιχειρησιακή τους πρακτική και περιγράφουν τη δυνατότητά της να ανταποκρίνεται στην ιδιαιτερότητα του κάθε κλάδου.
Hσημασία της διαιτησίας στις εμπορικές διαφορές είναι πλέον αξιοσημείωτη, ειδικά σε μια εποχή, στην οποία η αποτελεσματικότητα και η επιτάχυνση της δικαιοσύνης βρίσκονται στο επίκεντρο. Τόσο η εμπορική όσο και η διεθνής διαιτησία γνωρίζουν μεγάλη άνθιση τα τελευταία χρόνια χάρη στη δυνατότητα για ταχεία και εξειδικευμένη επίλυση των διαφορών.
Αυτό είναι απαραίτητο στους νευραλγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας και αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις διαφορών που αποτελούν και την πλειονότητα των εμπορικών διαφορών στη χώρα. Όπως επισημαίνει ο Νικόλαος Μουσάς, Δικηγόρος Αθηνών και ιδρυτής και διευθύνων εταίρος της εταιρείας «Μουσάς Δικηγορική Εταιρεία», «η εμπορική διαιτησία στην Ελλάδα συχνά επιλέγεται σε περιπτώσεις όπου: α) Οι συμβαλλόμενες πλευρές είναι από διαφορετικές χώρες ή η συναλλαγή αφορά πολλαπλές δικαιοδοσίες. β) Η διαφορά αφορά μεγάλα πολύπλοκα έργα και επενδύσεις και χρειάζεται εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία από τους ασκούντες τη δικαιοδοτική λειτουργία διαιτητές σε συγκεκριμένους τομείς, όπως η ενέργεια ή οι χρηματοπιστωτικές αγορές. γ) Οι επιχειρήσεις επιθυμούν ταχύτερη διεξαγωγή, ευελιξία στην οργάνωση της διαδικασίας και των χρονοδιαγραμμάτων ή μεγαλύτερη εμπιστευτικότητα».
«Η εμπορική διαιτησία στην Ελλάδα, τόσο η εσωτερική αλλά κυρίως η διεθνής γνωρίζει μεγάλη πρόοδο τα τελευταία χρόνια. Η επίλυση διεθνών διαφορών μέσω της διαιτησίας θα μπορούσε να πει κανείς μάλιστα ότι αποτελεί πλέον μονόδρομο για τις επιχειρήσεις και δη στους τομείς της ναυτιλίας, της ενέργειας και της τεχνολογίας.»
Η ανάγκη αυτή στο επιχειρηματικό τοπίο οδήγησε τον Έλληνα νομοθέτη στην ψήφιση του ν. 5016/2023 για τη διεθνή εμπορική διαιτησία. «Ένας από τους στόχους της συντακτικής επιτροπής του όλως πρόσφατου ν. 5016/2023 ήταν ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας στην Ελλάδα, ώστε να εμπεδωθεί η διαιτησία ως ένας ισότιμος μηχανισμός επίλυσης διαφορών και να καταστεί η Ελλάδα ένα ελκυστικό forum διεθνών διαιτησιών, με απώτερο στόχο την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.» εξηγούν ο Καθηγητής Κ.Φ. Καλαβρός, Δικηγόρος – Διευθύνων Εταίρος και η Ελένη Σκούφη, Δικηγόρος LL.M, Calavros Law Firm.
Με τον εν λόγω νόμο ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη καινοτόμες διατάξεις, έτσι ώστε να εμπεδωθεί η αξία και η αναγκαιότητα της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας. Ειδικότερα, «ενσωματώθηκαν ορισμένες από τις τροποποιήσεις του Πρότυπου Νόμου της UNCITRAL του 2006 και τέθηκαν οι προδιαγραφές ενός σύγχρονου forum διαιτησίας. Μεταξύ άλλων με τον 5016/2023 ορίζεται ότι η διαιτησία είναι διεθνής, όταν ρητά τα μέρη το συμφωνήσουν, καθώς και ότι όλες οι διαφορές μπορούν, κατ’ αρχήν, να είναι δεκτικές υπαγωγής σε διαιτησία, εκτός εάν ρητά απαγορεύεται από το νόμο» τονίζει ο Ν. Μουσάς.
«Επιπλέον, η συμμετοχή της Ελλάδας σε διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες συμβάλλει στην προώθηση της διαιτησίας. Επίσης, πρόσφατα συστάθηκε ad hoc επιτροπή για την αναμόρφωση του πλαισίου κανόνων εμπορικής διαιτησίας του ΕΒΕΑ στην οποία συνέβαλα ως μέλος.» συνεχίζει ο ίδιος.
Πέρα από τις νομοθετικές εξελίξεις, η σημασία της διαιτησίας διαφαίνεται και από την επιστημονική δραστηριότητα στον κλάδο κατά τον Κ. Καλαβρό και την Ε. Σκούφη: «Η εξέλιξη της διαιτησίας στην Ελλάδα πιστοποιείται περαιτέρω από την έντονη επιστημονική δραστηριότητα στον κλάδο μέσα από ποικίλες δράσεις, όπως την διεξαγωγή του ετήσιου Athens Arbitration Forum, με το ήδη 5ο συνέδριο να αναμένεται για τις 21.11.2024, το οποίο αποτελεί μαζί με άλλες ενδιαφέρουσες ημερίδες τον κορμό των Athens Arbitration Days, καθώς και την επανέκδοση και κυκλοφορία του νομικού περιοδικού «Διαιτησία», ήδη από την 1η Ιανουαρίου 2023».
Πώς αποτυπώνεται, όμως, η παραπάνω πρακτική στους συγκεκριμένους τομείς των επιχειρήσεων; Η περιγραφή των χαρακτηριστικών της μέσα από τα λόγια των άμεσα ενδιαφερόμενων, των in-house δικηγόρων στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, είναι ιδιαιτέρως κατατοπιστική.
Ενέργεια
Ο κλάδος της ενέργειας χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εναλλακτική επίλυση διαφορών μέσω της διαιτησίας μονόδρομο. «Ο δικαιοδοτικός μηχανισμός της ενεργειακής διαιτησίας προσιδιάζει περισσότερο στη φύση των ενεργειακών διαφορών, που προκύπτουν στο πλαίσιο της οικείας επιχειρηματικής δράσης και επιζητούν ταχεία επίλυση και τεχνική εξειδίκευση των δικαιοδοτικών οργάνων» υπογραμμίζει η Ζαχαρένια Ανδρεαδάκη, Δικηγόρος, MSc – Επικεφαλής νομικής διεύθυνσης, VOLTON A.E.
Ειδικότερα, κατά τη Βασιλική Στράντζια, Δικηγόρος, LL.M., ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΑΒΕΤΕ, «σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τομέα με έντονη νομοθετική κινητικότητα αλλά και εξαιρετικά μεγάλη πολυπλοκότητα, όπως είναι αυτός της ενέργειας, η διαιτησία, συμπεριλαμβανομένου και του μηχανισμού μόνιμης διαιτησίας της ΡΑΕ, όπως αυτός οργανώθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4001/2011, αποτελεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο επίλυσης των διαφορών που προκύπτουν».
Πώς γίνεται, όμως, η προσφυγή στη διαιτησία; Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι λόγω της διαδεδομένης χρησιμότητάς της στις επιχειρήσεις ενέργειας, θα συμφωνείται εκ των προτέρων η προσφυγή σε αυτή, όμως, όπως αποκαλύπτει η Ζ. Ανδρεαδάκη, αυτό δεν συμβαίνει πάντα: «Η προσφυγή στη διαιτητική διαδικασία προϋποθέτει διαιτητική ρήτρα ή σχετική συμφωνία, στο πλαίσιο της κύριας σύμβασης μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, δεν αποκλείεται ωστόσο, στην πράξη, η σχετική συμφωνία να έπεται της γέννησης της τυχόν διαφοράς, στο πλαίσιο συνυποσχετικών διαιτησίας. Σε διεθνές επίπεδο, εφαρμόζονται οι κανόνες διαιτησίας αναγνωρισμένων διεθνών θεσμικών διαιτητικών οργάνων, όπως το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ICC)».
Αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται, όταν η διαιτησία δεν έχει διεθνή χαρακτήρα, η Β. Στράντζια εξηγεί ότι «στις εσωτερικές συναλλαγές, προτιμάται, πέραν του μόνιμου διαιτητικού μηχανισμού της ΡΑΕ για τα ενεργειακά ζητήματα, η ad hoc εσωτερική διαιτησία του ΚΠολΔ».
Σχετικά με τον προαναφερθέντα μόνιμο διαιτητικό μηχανισμό, η Ζ. Ανδρεαδάκη σκιαγραφεί τις βασικές του ρυθμίσεις, οι οποίες ισχύουν σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Στη χώρα μας, η διαιτητική διαδικασία στον τομέα της ενέργειας έχει εναποτεθεί στην αρμοδιότητα της ΡΑΑΕΥ, κατ’ εφαρμογή του α. 37 ν. 4001/2011 και της υπ’ αρ. 261/2012 απόφασης της ΡΑΑΕΥ (Κανονισμός Διαιτησίας). Εφαρμογής τυγχάνουν οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ (α. 867 επ) σε συνδυασμό με τις ειδικότερες διατάξεις, που συμφωνούνται μεταξύ των μερών ή καθορίζονται από τις διαδικαστικές πράξεις του διαιτητικού δικαστηρίου. Η σύνθεση του διαιτητικού οργάνου της ΡΑΑΕΥ είναι τριμελής και συγκροτείται από πρόσωπα που επιλέγονται από τον κατάλογο διαιτητών και επιδιαιτητών, ο οποίος συντάσσεται ανά διετία, με απόφαση του Προέδρου της ΡΑΑΕΥ».
Βασικό χαρακτηριστικό και συγχρόνως πλεονέκτημα των διαιτητικών αποφάσεων είναι η περιοριστική χρήση ένδικων μέσων για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις. «Κατά των διαιτητικών αποφάσεων, που εκδίδονται σύμφωνα με την ως άνω διαδικασία, είναι δυνατή η άσκηση του ένδικου βοηθήματος της αγωγής ή η υποβολή ενστάσεως ενώπιον του Εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου εκδόθηκε η διαιτητική απόφαση, για τις αποκλειστικά αναφερόμενες στην παρ. 1 α. 901 ΚΠολΔ περιπτώσεις.» επισημαίνει η Ζ. Ανδρεαδάκη και συμπληρώνει η Β. Στράντζια: «Στο σύνολο των περιπτώσεων συμφωνείται μεταξύ των μερών ότι η διαιτητική απόφαση θα είναι οριστική, αμετάκλητη και άμεσα εκτελεστή και δεν θα υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο. Σημειώνεται, βεβαίως, ότι η διαιτητική απόφαση μπορεί να ακυρωθεί με δικαστική απόφαση για συγκεκριμένους λόγους, οι οποίοι προβλέπονται κατά αποκλειστικό τρόπο και με διατάξεις αναγκαστικού δικαίου».
Σημαντικό ρόλο, πάντως, παίζει και η επιλογή των διαιτητών, καθώς, όπως τονίζει ο Χάρης Μεϊδάνης, ΔΝ FCIArb, Μεϊδάνης, Σερεμετάκης & Συνεργάτες, «η διαιτησία είναι τόσο καλή όσο οι διαιτητές. Υπό την έννοια αυτή, η επιλογή διαιτητών είναι εξαιρετικά σημαντική για την επιτυχία της διαιτησίας. Η νομική κατάρτιση, η εμπειρία στο χώρο της διαιτησίας και το ήθος είναι απολύτως αναγκαία κριτήρια επιλογής».
Υπό αυτό το πρίσμα, η Β. Στράντζια αναφέρει ότι «στις εσωτερικές διαιτησίες τα πρόσωπα που επιλέγονται είναι κυρίως επίτιμοι δικαστικοί λειτουργοί, νομικοί και πανεπιστημιακοί με εξειδίκευση στο επίδικο αντικείμενο».
Την ανάγκη για συναφή τεχνογνωσία με τη φύση της υπόθεσης υποδεικνύει και η Αλεξία Τροκούδη, Group Manager, Corporate Holdings and Energy Regulation, HELLENiQ ENERGY Holdings S.A. Legal Division, η οποία δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη δυνατότητα που δίνει η διαιτητική διαδικασία να συμφωνήσουν τα μέρη όχι μόνο στην επιλογή των διαιτητών αλλά και στο σύνολο των επιθυμητών χαρακτηριστικών της διαδικασίας: «Ανεξαρτήτως του φόρουμ που επιλέγεται (λ.χ. ΙCC, LCIA, ΕΟΔΙΔ), η διαιτητική διαδικασία, ως μηχανισμός εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς, στηρίζεται στη συμφωνία των μερών να υπάγουν τις διαφορές τους σε αυτήν. Αναλόγως της φύσης της συμβατικής σχέσης, του μεγέθους και του αντικειμένου των διαφορών που ενδέχεται να προκύψουν, οι συμβαλλόμενοι καταλήγουν και στα ad hoc επιθυμητά χαρακτηριστικά της διαιτητικής διαδικασίας. Έτσι, αν το χρηματικό ύψος των εν δυνάμει διαφορών είναι μεγάλο, προκρίνεται συνήθως η λύση των τριών διαιτητών, ενώ οι διαιτητές αυτοί επιλέγονται με βάση την εμπειρία τους σε υποθέσεις του ενεργειακού κλάδου και συνήθως έχουν πανεπιστημιακή θέση σε τομέα δικαίου ή ιδιαίτερη τεχνογνωσία που να σχετίζεται με τη φύση της υπόθεσης».
Αυτή η ελευθερία των συμμετεχόντων ως προς τον καθορισμό των χαρακτηριστικών της διαιτητικής δίκης καλύπτει και το εφαρμοστέο δίκαιο και γενικότερα τον τόπο και τη γλώσσα της διαιτησίας. «Η εθνικότητα των συμβαλλόμενων και του αντικειμένου της σύμβασης (π.χ. χώρα όπου βρίσκονται τα υπό εξαγορά έργα ΑΠΕ) είναι ορισμένες παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για το εφαρμοστέο δίκαιο αλλά και τον τόπο και την γλώσσα της διαιτησίας. Έτσι, μεταξύ ελληνικών εταιρειών το ελληνικό δίκαιο συνήθως επιλέγεται, εάν το έργο διέπεται από ελληνικό ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ αν οι συμβαλλόμενοι έχουν διαφορετική εθνικότητα συχνά επιλέγεται ουδέτερο δίκαιο.» συνεχίζει η ίδια.
Ο κλάδος της ενέργειας χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εναλλακτική επίλυση διαφορών μέσω της διαιτησίας μονόδρομο
Αναφορικά με τους λόγους επιλογής της διαιτησίας στον ενεργειακό τομέα, η Ράνια Νιάτσου, Διευθύντρια Νομικών Υποθέσεων, ΗΛΕΚΤΩΡ Α.Ε., είναι σαφής: «Η διαιτησία ως ιδιωτικός δικαιοδοτικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών προκρίνεται ως επιλογή έναντι της πολιτειακής δικαιοσύνης, αφενός λόγω των γενικών χαρακτηριστικών που τη διακρίνουν, με κυριότερα την ευελιξία, την ουδετερότητα και την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας και αφετέρου λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών που την διέπουν, με εξέχοντα χαρακτηριστικά την πολυμορφία και την αποτελεσματικότητα κατά την επίλυση διαφορών».
Η ευελιξία και η εμπιστευτικότητα είναι πλεονεκτήματα με βαρύνουσα σημασία για τη Ζ. Ανδρεαδάκη, η οποία επιπρόσθετα στέκεται και στην εξειδικευμένη γνώση των διαιτητών σε σχέση με τους τακτικούς δικαστές: «Η υπαγωγή διαφορών, που άπτονται του τομέα της ενέργειας, στη διαιτητική διαδικασία, προς επίλυση, προκρίνεται ιδίως:
- για την διαδικαστική ευελιξία και την ταχύτητα στην εκφορά της δικαιοδοτικής κρίσης, έναντι της αυστηρά τυπικής και ιδιαίτερα χρονοβόρας διαδικασίας ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων,
- για την εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία σε ενεργειακά θέματα των διαιτητών, έναντι του εκάστοτε τακτικού δικαστή, ο οποίος δεν αποκλείεται να χρειαστεί να προσφύγει σε σχετική πραγματογνωμοσύνη, προς συνδρομή του για την έκδοση απόφασης,
- για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας και της μυστικότητας της διαδικασίας και του υλικού της αντιδικίας».
Η ταχύτητα είναι, πάντως, βασικό κίνητρο των επιχειρήσεων και μάλιστα όχι μόνο για την επιλογή της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά και για τη γενικότερη διαμόρφωση των πρακτικών τους στον χώρο της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών, όπως περιγράφει η Α. Τροκούδη: «Για λόγους ταχύτητας στην οριστική επίλυση οι συμβαλλόμενοι ενδέχεται να συμφωνήσουν ότι δεν θα προσφύγουν κατά της εκδοθησόμενης απόφασης. Τέλος, σημειώνεται ότι παράλληλα με τη διαιτησία είναι συχνό φαινόμενο για τεχνικής φύσης διαφορές να επιλέγεται η σύντομη και στοχευμένη διαδικασία του ειδικού επί τεχνικών θεμάτων (technical expert), στον οποίο απευθύνονται τα μέρη, και αυτές τις υποθέσεις να τις εξαιρούν από τη διαιτησία ή να τις προτάσσουν ως προαπαιτούμενο στάδιο πριν τη διαιτησία».
Σε ποιες περιπτώσεις, όμως, επιλέγεται η διαιτησία έναντι της τακτικής δικαιοσύνης; «Καθώς το χρηματικό αντικείμενο των συναλλαγών στον ενεργειακό και κατασκευαστικό τομέα είναι συνήθως ιδιαίτερα υψηλό και οι διατάξεις που διέπουν τους τομείς αυτούς χρήζουν ιδιαίτερης εξειδίκευσης, αποτελεί πρακτικά μονόδρομο για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται εμπορικά στους τομείς αυτούς να εξετάζουν στις συμβάσεις τους την επιλογή της διαιτησίας όπου θα διασφαλίσουν σχετική τεχνογνωσία των εμπλεκομένων. Ενόψει των ανωτέρω, κατά κανόνα η διαιτησία επιλέγεται στις περιπτώσεις εξαγοράς έργων ή εταιρειών του ενεργειακού τομέα καθώς και στις συμβάσεις ανάπτυξης (συνήθως αδειοδοτικής) και συμβάσεις κατασκευής (EPC) έργων (π.χ. Φ/Β ή Αιολικών Πάρκων)» κλείνει η ίδια.
Κατασκευές
Ο κατασκευαστικός κλάδος είναι ένας ακόμη νευραλγικός τομέας με ιδιαίτερες απαιτήσεις τόσο στο επίπεδο των χρονοδιαγραμμάτων όσο και της πολυπλοκότητας και της διεθνοποίησής του που καθιστά τη διαιτησία μια εξαιρετικά δημοφιλή επιλογή.
Όπως σκιαγραφεί τις συνθήκες η Βίκυ Γιακουμή, Legal Director at Hellinikon Project, LAMDA Development S.A., «η διαιτησία, ως ευέλικτος, αποτελεσματικός και “κοσμοπολίτικος” θεσμός, δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορο τον κατασκευαστικό κλάδο, όπως φαίνεται και από την πρακτική στην Ελλάδα, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Η πολυπλοκότητα των συμβάσεων για την εκτέλεση έργων κατασκευής και την παροχή συναφών υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το απαιτητικό χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσής τους και τον αντίστοιχα πιεστικό προϋπολογισμό εκτέλεσης αυτών θέτουν εκ προοιμίου πολλές απαιτήσεις και ιδιομορφίες στη διαδικασία διευθέτησης των κατασκευαστικών διαφορών. Σε αυτές προστίθενται η εμπλοκή περισσότερων συνήθως μερών -και μάλιστα, πολλές φορές, αλλοδαπών- με διαφορετικό βαθμό εμπλοκής και ευθύνης, η κρισιμότητα των διαφορών για την εξέλιξη του κατασκευαστικού έργου σε βάθος χρόνου και η συνακόλουθη ανάγκη εξασφάλισης “εχεμύθειας” κατά τη διαδικασία».
Στην αναγκαιότητα για εκδίκαση των διαφορών από πρόσωπα με ειδικές γνώσεις με αποτελεσματικότερο τρόπο από την ελληνική δικαιοσύνη δίνει προσοχή και ο Θεόδωρος Κριθαράς, Νομικός Σύμβουλος, ΑΚΤΩΡ: «Ειδικά καθ’ ο αφορά στον κατασκευαστικό τομέα, οι διαφορές που εγείρονται είναι τεχνικά περίπλοκες και, εκ των πραγμάτων, απαιτούν ειδικές τεχνικές γνώσεις, ώστε η προσφυγή στη διαιτησία εξυπηρετεί και την ανάγκη «εμπλοκής» προσώπων με ειδικές γνώσεις, κατά τρόπο πολύ πιο αποτελεσματικό, αλλά και σύντομο, σε σχέση τουλάχιστον με την εν Ελλάδι δικαστηριακή πραγματικότητα και πρακτική, με τις όποιες -γνωστές- αγκυλώσεις, τις δικονομικά αργές διαδικασίες και τις εν γένει πεπερασμένες δυνατότητες».
Το νομικό πλαίσιο, στο οποίο ερείδεται η διαιτητική επίλυση διαφορών είναι οι νόμοι 4412/2016 και 3389/2005. «Στον τομέα των κατασκευών και δη στα δημόσια έργα, με το άρθρο 176 του Ν. 4412/2016 προβλέφθηκε για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο (αλλά και με αδυναμίες) η διαιτητική επίλυση των διαφορών, ενώ ήδη από το 2005 με το άρθρο 31 του Ν. 3389/2005 προβλέπεται η διαιτητική επίλυση των διαφορών στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Δικαίου.» υπενθυμίζει η Β. Στράντζια.
Στο χαρακτηριστικό στοιχείο της ευελιξίας σε πληθώρα επιλογών επικεντρώνεται η Β. Γιακουμή, αποτυπώνοντας τα πλεονεκτήματα της διαιτησίας στις κατασκευαστικές εταιρείες. Οι ευέλικτες επιλογές αφορούν κατά βάση:
- «την επιλογή της έδρας, και συνακόλουθα του εφαρμοστέου στη διαιτητική διαδικασία δικαίου, καθοριστικής σημασίας για πρακτικούς και ουσιαστικούς λόγους που συνέχονται, μεταξύ άλλων, με τη δυνατότητα ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης,
- την επιλογή των διαιτητών, εξίσου κρίσιμη, καθώς η θεωρητική κατάρτιση, η πρακτική εμπειρία στον κατασκευαστικό τομέα, σε συνδυασμό με την εξοικείωση με τη διαιτητική διαδικασία είναι πολύτιμα χαρακτηριστικά ενός διαιτητή, ο οποίος, άλλωστε, θα κληθεί πιθανότατα να αξιολογήσει περίπλοκα τεχνικά ζητήματα, τα οποία αναδεικνύουν αντίστοιχης δυσκολίας και λεπτότητας νομικά θέματα,
- την επιλογή της γλώσσας στην οποία θα διεξαχθεί η διαιτητική διαδικασία, ως ένα επιπλέον κρίσιμο χαρακτηριστικό αυτής – ιδίως σε περίπτωση εμπλοκής αλλοδαπών συμβαλλομένων».
Από την άλλη, ο Θ. Κριθαράς τονίζει εμφατικά την ανάγκη για «ένα γνωστό, κοινά αποδεκτό πλαίσιο δικονομικών κανόνων και αρχών, το οποίο ισχύει παγκοσμίως και διασφαλίζει την ενότητα της διαδικασίας και την ασφάλεια δικαίου σε σχέση με την εκάστοτε ισχύουσα “κρατική” (πολιτειακή) διαδικασία (δικονομική και ουσιαστική) του τόπου εκτέλεσης του έργου. Τούτο, δε, ανεξάρτητα από το ποιους ουσιαστικούς κανόνες δικαίου επιλέξουν, κατά την υπογραφή της σύμβασης και κατά την απόλυτη ευχέρειά τους, ως εφαρμοστέους (π.χ. είθισται να υιοθετείται το δίκαιο του τόπου εκτέλεσης του έργου)».
Συνεχίζοντας, προσθέτει ότι «η προσφυγή στη Διαιτησία παρέχει στα εμπλεκόμενα μέρη σημαντικό βαθμό ευελιξίας, καθώς δύνανται να ομαδοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, γεγονός που, εξίσου, συντείνει στη σύντμηση του απαιτούμενου χρόνου για την επίλυση της/των διαφορών».
Υπό αυτό το πρίσμα, έχει γίνει ιδιαίτερα φανερή τα τελευταία χρόνια η πρακτική εφαρμογή της διεθνούς εμπορικής διαιτησίας, όπου επιλέγονται κατά βάση οι κανόνες του ICC, όπως περιγράφει η Β. Γιακουμή: «Το ζητούμενο για τα εμπλεκόμενα μέρη είναι μία ευέλικτη διαδικασία, διεπόμενη από εχεμύθεια, αμεσότητα και αποτελεσματικότητα για την -απευκταία μεν, ενδεχόμενη δε- περίπτωση που προκύψουν διαφορές από κατασκευαστικές συμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, σύνηθες σημείο αναφοράς κατά τις διαπραγματεύσεις αποτελεί η επιλογή διαιτητικής διαδικασίας με βάση τους κανόνες του ICC, χωρίς προκαταρκτικό στάδιο διαμεσολάβησης, με έδρα αρκετές φορές στην Αθήνα -κατεύθυνση προς την οποία έχει συμβάλει σημαντικά το νέο νομοθετικό πλαίσιο για τη διεθνή εμπορική διαιτησία στην Ελλάδα».
Γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με τον Θ. Κριθαρά, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το πρότυπο UNCITRAL: «Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω από ογδόντα χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα (Ν. 5016/2023), έχουν ενσωματώσει στα εθνικά δικαιικά τους συστήματα το Πρότυπο Νόμου της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) του 2006 για τη διεθνή εμπορική διαιτησία, ενώ, ήδη με το άρθρο 88 Ν. 4782/2021, τροποποιήθηκε η οικεία διάταξη του άρθρου 176 Ν. 4412/2016 (περί Δημοσίων Συμβάσεων Έργων, Υπηρεσιών & Προμηθειών), ώστε να δύνανται ευχερέστερα να υπάγονται σε διαιτησία υπό τον “Κανονισμό Διαφάνειας στις Διαιτησίες Επενδυτών – Κρατών δυνάμει Συνθηκών” (Rules on Transparency in Treaty based Investor – State Arbitration) της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) και οι διαφορές που ανακύπτουν από την εκτέλεση δημοσίων συμβάσεων».
Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των διαιτητών γίνεται ελεύθερα από τα μέρη, εκτός αν υπάρχει αδυναμία επίτευξης συμφωνίας, οπότε ισχύουν ειδικές διατάξεις: «Τα μέρη επιλέγουν ελεύθερα τους διαιτητές τους, οι οποίοι από την πλευρά τους ορίζουν τον Επιδιαιτητή. Σε περίπτωση αδυναμίας επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του Επιδιαιτητή, αυτός ορίζεται κατά τις ισχύουσες διαδικασίες της. Ειδικά, καθ’ ο αφορά στη Διαιτησία των δημοσίων συμβάσεων, κατά το ισχύον άρθρο 25Α Ν. 3614/2007, ως Επιδιαιτητές δύνανται να ορίζονται: α) ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί εν ενεργεία ή μη και β) ο Πρόεδρος της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (Ε.Α.Α.ΔΗ.ΣΥ.), εφόσον είναι νομικός. Ο κανόνας αυτός κάμπτεται εφ’ όσον τα μέρη υπάγουν τη Διαιτησία στις διατάξεις του νέου Ν. 5016/2023.» εξηγεί η Β. Γιακουμή.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι στον κατασκευαστικό κλάδο, όπου πολύ συχνά υπάρχει και η εμπλοκή του Δημοσίου, έχει καθοριστεί ένα συνεκτικό πλαίσιο, το οποίο οι επιχειρήσεις αξιοποιούν κατά κόρον. Πότε, όμως, επιλέγεται αυτό το εναλλακτικό πλαίσιο έναντι της τακτικής δικαιοσύνης; «Κατά κανόνα, επιλέγεται η δυνατότητα προσφυγής σε διαιτησία σε περιπτώσεις συνεργασίας με ξένους οίκους (κατασκευαστές, προμηθευτές, υπεργολάβοι) σε συμβάσεις μεγάλου οικονομικά και ιδιαίτερα απαιτητικού και εξειδικευμένου τεχνικά αντικειμένου, όπου, κατά κοινή παραδοχή, αμφότερα τα μέρη επιδιώκουν την επίλυση τυχόν εγερθείσας διαφοράς σε σύντομο χρόνο –εν σχέσει με τη δικαστική διαδικασία– από διαιτητές της επιλογής τους που έχουν βαθιά γνώση του επίδικου αντικειμένου και με απολύτως δεσμευτικό – αμετάκλητο χαρακτήρα.» συνοψίζει η ίδια.
Τεχνολογία
Με βάση τα προαναφερθέντα, ο χώρος της τεχνολογίας έχει ένα ακόμα χαρακτηριστικό που κάνει τη διαιτησία τον πιο κοινό τρόπο επίλυσης των διαφορών κατά την Αλεξάνδρα Στρατάκου, Δικηγόρο, Δ.Μ.Σ. ΕΚΠΑ, Διεύθυνση Νομικών Υπηρεσιών & Κανονιστικής Συμμόρφωσης SPACE HELLAS: «Λαμβανομένου υπόψη ότι οι κατασκευαστές παγκόσμιων τεχνολογικών προϊόντων, κατά τη σύναψη συμβάσεων, επιδεικνύουν δισταγμό στην αποδοχή του εκάστοτε τοπικού, εφαρμοστέου δικαίου και των τοπικών δικαστηρίων ως φορέα επίλυσης διαφορών, αλλά και οι τοπικοί τεχνολογικοί πάροχοι θεωρούν επισφαλές να αποδέχονται τη δικαιοδοσία αλλοδαπών δικαστηρίων υπό άγνωστες συνθήκες, είναι εξαιρετικά συχνή η από κοινού αποδοχή της διαιτητικής επίλυσης διαφορών υπό την αιγίδα ενός διεθνώς γνωστού οργανισμού διαιτησίας (λ.χ. ΙCC) και υπό τις διαδικασίες και τους Κανόνες Διαιτησίας που ορίζει αυτός».
Ποιο είναι, όμως, το εφαρμοστέο δίκαιο που επιλέγουν τόσο οι διεθνείς όσο και οι τοπικοί τεχνολογικοί πάροχοι και ποια είναι η πρακτική στη σύνθεση του διαιτητικού δικαστηρίου; «Στις διαιτητικές ρήτρες προτιμάται η επιλογή 3 διαιτητών (ενός από το κάθε μέρος, ο οποίος εν συνεχεία επιλέγει τον επιδιαιτητή), και ιδίως διαιτητών που έχουν εξειδίκευση σε διαφορές που ανακύπτουν για τεχνολογικά προϊόντα και υπηρεσίες, καθώς και η εφαρμογή ενός τρίτου δικαίου, και όχι του τοπικού δικαίου είτε του Έλληνα παρόχου ολοκληρωμένων λύσεων είτε του εκάστοτε κατασκευαστή/προμηθευτή παγκόσμιων τεχνολογικών προϊόντων.» επεξηγεί η ίδια.
Βέβαια, όταν μιλάμε για συμβάσεις, εκ των οποίων το ένα μέρος είναι κάποιος διεθνής κολοσσός, συνήθως οι όροι της διαιτητικής διαδικασίας αποτυπώνονται τυποποιημένα σύμφωνα με τη βούληση του ισχυρότερου μέρους, όπως επισημαίνει η Γεωργία Παπαγεωργίου, Head of Legal Department, Intracom Telecom: «Αναφορικά με την επιλογή του εφαρμοστέου για την επίλυση της διαφοράς δικαίου, εξαρτάται πάντα από την διαπραγματευτική ικανότητα των μερών, καθώς μεγάλες εταιρίες του χώρου διαθέτουν ως επί το πλείστον τυποποιημένες συμβάσεις, οι όροι των οποίων, μεταξύ αυτών το εφαρμοστέο δίκαιο και η επίλυση διαφορών, δεν επιδέχονται διαπραγμάτευση ή/και τροποποιήσεις».
Η ίδια συνοψίζει και τα πλεονεκτήματα της διαιτησίας στον χώρο της τεχνολογίας: «Ειδικότερα, η προσφυγή σε διαιτησία καθίσταται ιδιαίτερα ελκυστική για την:
- Εμπιστευτικότητα: Οι διαδικασίες διαιτησίας είναι συνήθως ιδιωτικές, προσφέροντας στα μέρη τη δυνατότητα να διατηρούν εμπιστευτικά ευαίσθητες τεχνολογικές πληροφορίες και εμπορικά μυστικά.
- Εξειδίκευση/Τεχνογνωσία Διαιτητών: Ιδιαίτερα κρίσιμο και σημαντικό το ζήτημα της επιλογής των διαιτητών, καθόσον τα μέρη μπορούν να διορίσουν διαιτητές με κατάρτιση και αποδεδειγμένη εμπειρία, διασφαλίζοντας ότι, ιδιαίτερα τώρα που βιώνουμε μια μεγάλη τεχνολογική έκρηξη, οι διαιτητές μπορούν να επιληφθούν διαφορών που αφορούν και πολύπλοκα τεχνολογικά ζητήματα.
- Αποτελεσματικότητα: Η διαιτησία προσφέρει συνήθως ταχύτερη επίλυση από τις παραδοσιακές δικαστικές διαφορές, κάτι που είναι ζωτικής σημασίας στον γρήγορο κόσμο της τεχνολογίας, όπου οι καθυστερήσεις μπορεί να έχουν σημαντικές οικονομικές και λειτουργικές επιπτώσεις.
- Ευελιξία: Τα μέρη έχουν μεγαλύτερη ευελιξία στην επιλογή των κανόνων και των διαδικασιών που διέπουν τη διαδικασία διαιτησίας, επιτρέποντάς τους να προσαρμόσουν τη διαδικασία στις συγκεκριμένες ανάγκες και προτιμήσεις τους».
Βεβαίως, για να ισχύουν όλα αυτά τα πλεονεκτήματα, τίθεται ως προϋπόθεση να είναι η διαιτητική απόφαση οριστική και αμετάκλητη κατά τη Γ. Παπαγεωργίου: «Προκειμένου η προσφυγή στη διαιτησία να αποτελεί όντως μια επιλογή σύγχρονη, γρήγορη και τελικά συμφέρουσα για τα μέρη, θα πρέπει να έχει συμφωνηθεί ότι θα είναι οριστική και αμετάκλητη και δεν θα υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, θα αποτελεί δε τίτλο εκτελεστό χωρίς να χρειάζεται να κηρυχθεί αυτό από τα τακτικά Δικαστήρια.»
Αποτυπώνεται αυτή η θεωρητική προϋπόθεση στην πρακτική των επιχειρήσεων; Η Α. Στρατάκου απαντά θετικά. «Η πρόβλεψη δυνατότητας προσφυγής κατά της απόφασης δεν συνηθίζεται, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των μερών στη διαιτητική απόφαση που θα δεσμεύει και τα δύο μέρη. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που προτιμάται η διαιτησία, από την επίλυση διαφορών από τα δικαστήρια, προκειμένου οι τεχνολογικοί πάροχοι να μην εγκλωβίζονται σε πολυετείς δικαστικούς αγώνες, αλλά να επιλύουν τις όποιες διαφορές με ταχύτητα και εχεμύθεια από Διαιτητές που είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, κάτι που είναι δύσκολο να εξασφαλιστεί αν η διαφορά καταλήξει σε τοπικό δικαστήριο. Υφίστανται, άλλωστε, πάντοτε οι διατάξεις εσωτερικού δικαίου για την αναγνώριση και εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων, που εξασφαλίζουν την απόλυτη νομιμότητα των εκτελούμενων αποφάσεων».
Όλα τα παραπάνω εφαρμόζονται σε τρεις περιπτώσεις, κατά την Α. Στρατάκου: Σε περιπτώσεις διαφωνίας ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο, στις συμβάσεις που αφορούν τεχνολογικά προϊόντα και σε συνεργασίες υπεργολαβίας: «H διαιτησία επιλέγεται συχνά σε περιπτώσεις διαφωνίας ως προς τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο μεταξύ των μερών, όταν καθένα από αυτά επιχειρεί να επιβάλει στο έτερο μέρος το τοπικό του δίκαιο και τα τοπικά δικαστήρια, που μπορεί εύκολα να καταλήξει σε αδιέξοδο, εφόσον δεν προταθεί μια τρίτη, ουδέτερη λύση. Επομένως, κατά τη διαπραγμάτευση των συμβάσεων, η προσθήκη διαιτητικής ρήτρας επίλυσης διαφορών αποτελεί μία διέξοδο στο πρόβλημα επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου και της χώρας δικαιοδοσίας για την επίλυση διαφορών. Προτιμάται, όμως, και λόγω της δυνατότητας επιλογής Διαιτητών που έχουν εξειδίκευση στην τεχνολογία, έχοντας ασχοληθεί και στο παρελθόν με δυσεπίλυτα τεχνικά ζητήματα που ανακύπτουν στις διαφορές που αφορούν τεχνολογικά προϊόντα και επομένως έχουν την απαραίτητη εξοικείωση με την τεχνική γλώσσα και πολυπλοκότητα των διαφορών αυτών (λ.χ. σε συμβάσεις ανάπτυξης λογισμικού). Τέλος, είναι προτιμητέα σε συνεργασίες υπεργολαβίας στα πλαίσια εκτέλεσης σύνθετων έργων με εξαιρετικά στενό χρονοδιάγραμμα, καθώς η ταχύτητα επίλυσης της όποιας διαφοράς είναι απολύτως αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή του έργου χωρίς η διένεξη με τον υπεργολάβο να καθυστερεί ή να δημιουργεί προβλήματα στο έργο».
Συμπερασματικά
Καταδεικνύεται, λοιπόν, ότι οι επιχειρήσεις στρέφονται ολοένα περισσότερο και με μεγαλύτερη προνοητικότητα στην εναλλακτική επίλυση διαφορών, τόσο στη διαιτησία όσο και σε άλλες διαδικασίες, με τη σημασία τους να αυξάνεται συνεχώς.
Όπως εμφατικά το αποτυπώνει ο Δημήτρης Εμβαλωμένος, Δικηγόρος, LL.M. (QMUL), Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του Υπ. Δικαιοσύνης και του Centre for Effective Dispute Resolution (CEDR), Λονδίνο, Η.Β., Αναπλ. Διαχειριστής Εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας Μπαχάς, Γραμματίδης και Συνεταίροι (BGP), «αλλάζει, έστω αναγκαστικά για πρακτικούς λόγους, η κουλτούρα των επιχειρήσεων υπέρ της Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών (ΕΕΔ), οπότε η επιλογή της εμπορικής διαιτησίας θα βαίνει αυξανόμενη.
Αντίστοιχα αυξανόμενη σημασία και επιλογή αναμένεται για τη διαμεσολάβηση (Ν. 4640/2019) ως την άλλη βασική μορφή ΕΕΔ, όταν οι επιχειρήσεις χρειάζονται άμεση, σύντομη, εμπιστευτική, και χαμηλού κόστους ρεαλιστική αποτίμηση των συμφερόντων τους, χωρίς δέσμευση παρά μόνο αν καταλήξουν σε συμφωνία. Άλλωστε, η ΕΕΔ αποτελεί ESG πρακτική».