Σημαντική θέση στη σύγχρονη νομοθεσία μας αποτελούν οι εξωδικαστικοί τρόποι επίλυσης διαφορών. Ο παλαιότερα γνωστός είναι η διαιτησία, όμως η διαμεσολάβηση, πλέον, φιγουράρει στους πιο σύγχρονους και ευέλικτους τρόπους και κερδίζει έδαφος καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο χώρο στην κοινωνική και νομική κουλτούρα μας.
Tο 2008 η ευρωπαϊκή Οδηγία 2008/52/ΕΚ ήταν η πρώτη -νομοθετικά- ευρωπαϊκή εμφάνιση του θεσμού. Και αντίστοιχα ο δικός μας Ν. 3898/2010 η πρώτη ελληνική. Ακολούθησαν οι Ν. 4512/2018, (κρίθηκε αντισυνταγματικός) και ο Ν. 4640/2019 (έναρξη ισχύος 30-11-2019). Ήδη έχουν περάσει τρία χρόνια από τη θέση σε ισχύ του τελευταίου ο οποίος ήρθε για να μείνει.
Η διαμεσολάβηση πλέον προβλέπεται ρητά ως τρόπος επίλυσης διαφορών σε ειδικούς ευρωπαϊκούς και ελληνικούς νόμους, ενδεικτικά αναφέρω τους νόμους για τα εμπορικά σήματα Ν. 4679/2020 και Ν. 4982/2022, τον Ν. 4800/2021 για την επίλυση οικογενειακών διαφορών, τον Ν. 4821/2021 για την επίλυση διαφορών κτηματολογίου. Σημαντική θέση καταλαμβάνει και στην επίλυση άλλων μεγάλων κατηγοριών διαφορών, όπως τραπεζικών, ενεργειακών και επενδυτικών.
Με τη διαμεσολάβηση, νοούμενη ως τέτοια την εκτός δικαστηρίων διαδικασία για την επίλυση αστικών και εμπορικών διαφορών μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, με τη θέληση και συμφωνία των εμπλεκομένων μερών, με τη συνδρομή ενός ουδέτερου και αμερόληπτου τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, τα μέρη καταλήγουν σε μια βιώσιμη λύση της διαφοράς τους, κοντά στα δικά τους ενδιαφέροντα. Η διαδρομή προς τη διευθέτηση χαρακτηρίζεται από εμπιστευτικότητα, ουδετερότητα του διαμεσολαβητή, ευελιξία, ταχύτητα στην επίλυση, χαμηλό κόστος.
Ο διαμεσολαβητής βοηθάει τα μέρη δίνοντάς τους την ευκαιρία να προσεγγίσουν ρεαλιστικά τα δυνατά και αδύνατα σημεία στη διαφορά, ενισχύει την επικοινωνία των μερών, βοηθάει στην ανταλλαγή προτάσεων και αντιπροτάσεων, εφαρμόζει αποτελεσματικές τεχνικές διαπραγμάτευσης, πλαισιώνει με κατάλληλο τρόπο τα ενδιαφέροντά τους, μεγαλώνει το εύρος των επιλογών και των λύσεων και κυρίως φωτίζει τα οφέλη της επίτευξης συμφωνίας. Η κατάληξη είναι η μετακίνηση από το «εγώ» στο «εμείς», σε λύσεις αποδεκτές από κοινού, από τους ίδιους. Σε ολόκληρη τη διαδικασία, σημαντική είναι η συμβολή των δικηγόρων των μερών.
Η τελική συμφωνία καταγράφεται στο πρακτικό επίλυσης της διαφοράς, το οποίο, με την κατάθεσή του στην οικεία γραμματεία του αρμόδιου Δικαστηρίου, εξοπλίζεται με την ισχύ εκτελεστού τίτλου.
Η ετυμολογική προσέγγιση της λέξης ΔΙΑ-ΜΕΣΟ-ΛΑΒΗΣΗ, με τρίτο συνθετικό από το ρήμα «λαμβάνω», δηλοποιεί ότι όλα τα μέρη της διαφοράς είναι κερδισμένα παίρνοντας το δικό τους όφελος.
Η τεχνολογία, πλέον, είναι αρωγός στη διεξαγωγή των διαμεσολαβήσεων. Με χρήση τεχνολογικών εργαλείων, δεν απαιτείται τοπική συνύπαρξη των μερών, των δικηγόρων τους και του διαμεσολαβητή στον ίδιο φυσικό χώρο, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο τα έξοδα και κάνοντας ακόμη πιο ελκυστική τη διαδικασία.
Από το νομικό οπλοστάσιό μας, δεν λείπουν και τα εργαλεία θωράκισης των συμφωνιών διαμεσολάβησης σε διεθνείς διαφορές. Και αναφέρομαι στη Σύμβαση Σιγκαπούρης, στην οποία υπάρχουν οι αναγκαίες προβλέψεις για την εκτελεστότητα των διασυνοριακών συμφωνιών μέσω διαμεσολάβησης.
Συμπερασματικά και υπό το φως των πιο πάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι η διαμεσολάβηση ως εξωδικαστική μέθοδος επίλυσης διαφορών, δίνει προστιθέμενη αξία σε αυτήν την ίδια την λύση που δίδεται και έτσι διασφαλίζεται η οικονομική ζωή, οι υλικές και ηθικές σχέσεις των ατόμων όσο και η πορεία των επιχειρήσεων προς την ανάπτυξη με επιχειρηματικά προσανατολισμένες λύσεις, χωρίς τις αγκιστρώσεις και τα εμπόδια χρονοβόρων δικαστικών διαδικασιών, και ακόμα ενισχύεται η προσέλκυση επενδύσεων.