Το άρθρο είναι μια ιστορική αναδρομή στην προετοιμασία και υιοθέτηση της Σύμβασης για τη χορήγηση Ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας και την πραγματοποίηση μιας επιτυχημένης, διαχρονικά, συνεργασίας των Ευρωπαϊκών Γραφείων Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας.
Όλα άρχισαν με την υπογραφή, στις 5 Οκτωβρίου 1973, του τελικού κείμενου της Σύμβασης για τη χορήγηση ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με τα τέσσερα πρωτόκολλα που τη συνοδεύουν και τον Εκτελεστικό Κανονισμό.
Το κείμενο υπογράφηκε από 16 κράτη, δηλαδή: Αυστρία, Μονακό, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργο, Νορβηγία, Κάτω-Χώρες, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ηνωμένο Βασίλειο, Σουηδία και Ελβετία.
Η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 7 Οκτωβρίου 1977 από 7 μόνον κράτη, δηλαδή: Βέλγιο, Ελβετία, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Λουξεμβούργο και Κάτω Χώρες.
Οι πρώτες εργασίες προετοιμασίας της Σύμβασης για τη χορήγηση ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας
Πώς όμως φτάσαμε στην Διπλωματική Διάσκεψη του Μονάχου και ποιος ο ρόλος του Συμβουλίου της Ευρώπης που είναι άγνωστος στο ευρύ κοινό;
Το Συμβούλιο της Ευρώπης, τρεις μήνες μετά την ίδρυσή του, ενέγραψε στην ημερήσια διάταξή του τη «Μελέτη δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας». (βλ. Εγγ. Νο. 75 της Συμβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, συνεδρίαση της 6ης Σεπτεμβρίου 1949, σελ. 1, από τα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης στο Στρασβούργο.)
Η μελέτη αυτή παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Οικονομικών θεμάτων, με εισηγητή τον οραματιστή Γάλλο γερουσιαστή, H. Longchambon, ο οποίος το 1949 υπέβαλλε στη Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης το προσχέδιο της σύμβασης για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Γραφείου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Το προσχέδιο αυτό είχε μόνον 10 άρθρα και ρύθμιζε θέματα:
- χορήγησης ευρωπαϊκών πιστοποιητικών για διπλώματα ευρεσιτεχνίας από το ευρωπαϊκό γραφείο,
- διαδικασίας κατάθεσης ενώπιον των εθνικών γραφείων, με παραπομπή στο ευρωπαϊκό γραφείο,
- εξέτασης από το ευρωπαϊκό γραφείο του «νέου χαρακτήρα και της εφευρετικής δραστηριότητας της προτεινόμενης εφεύρεσης», σύμφωνα με τις νομοθεσίες των κρατών-μελών της
Σύμβασης, και
- ένστασης ενώπιον των εθνικών γραφείων ευρεσιτεχνιών μετά τη χορήγηση του ευρωπαϊκού πιστοποιητικού από τα κράτη-μέλη, κατ’ εντολή του ευρωπαϊκού γραφείου.
Το παραπάνω προσχέδιο συζητήθηκε το 1951 στην Επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας του Συμβουλίου της Ευρώπης και δυστυχώς απορρίφθηκε ομόφωνα. Παρόλα αυτά, χάρη στην επιμονή του Γάλλου γερουσιαστή οι εργασίες του Συμβουλίου δεν αρχειοθετήθηκαν, αλλά έθεσαν τις βάσεις για την ενοποίηση των ουσιαστικών διατάξεων για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη, τη συνέχιση των εν λόγω εργασιών με άλλη μορφή και την υιοθέτηση τριών επιμέρους Συνθηκών.
Οι τρεις αυτές διεθνείς συνθήκες είναι:
- η ευρωπαϊκή Σύμβαση για τις απαιτούμενες διατυπώσεις των αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (ή Σύμβαση για τις διατυπώσεις) που υπογράφηκε στο Παρίσι στις 11 Δεκεμβρίου 1953 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουνίου 1955.
- η ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διεθνή ταξινόμηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1954 και αντικαταστάθηκε στις 24 Μαρτίου 1971 από το Διακανονισμό του Στρασβούργου για τη διεθνή ταξινόμηση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, γνωστής με τα αρχικά I.P.C. Η σύμβαση τέθηκε σε ισχύ στις 17 Οκτωβρίου 1975, τροποποιήθηκε το 1979 και αριθμεί σήμερα 63 κράτη-μέλη.
Ο Διακανονισμός του Στρασβούργου κυρώθηκε από την Ελλάδα μετά από πρόταση του Ο.Β.Ι. με το Ν. 2418/1996 και τέθηκε σε ισχύ για τη χώρα μας στις 21 Οκτωβρίου 1997, και
- η Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων εννοιών του δικαίου της ευρεσιτεχνίας, που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 27 Νοεμβρίου 1963 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Αυγούστου 1980 με 8 κράτη-μέλη (δηλαδή, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, το Λιχτενστάιν, το Λουξεμβούργο, την Αγγλία, τη Σουηδία και την Ελβετία). Η Σύμβαση αυτή, που είναι γνωστή ως «Σύμβαση του Στρασβούργου του 1963», καθόρισε, για πρώτη φορά με σαφήνεια, το αντικείμενο της προστασίας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και αποτέλεσε τη βάση για τη σύνταξη των ουσιαστικότερων διατάξεων της Σύμβασης για τα ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Οι διατάξεις της Σύμβασης του Στρασβούργου και η εννοιολογική τους σχέση με το ευρωπαϊκό δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Η Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων εννοιών στο δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλων των μετέπειτα διεθνών συνεργασιών για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας. Κι αυτό γιατί κατόρθωσε να ενοποιήσει τις ουσιαστικές διατάξεις των ευρεσιτεχνιών και να υιοθετήσει ορισμούς και λύσεις, οι οποίες στις βασικές τους ρυθμίσεις ισχύουν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της εν λόγω Σύμβασης, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας χορηγούνται από τα κράτη-μέλη για «κάθε εφεύρεση που έχει βιομηχανική εφαρμογή, είναι νέα και εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα». Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ακυρώνεται εξ υπαρχής, στην περίπτωση που δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά.
Τα τρία αυτά κριτήρια είναι οι προϋποθέσεις κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μίας εφεύρεσης, οι οποίες ενσωματώθηκαν αυτούσιες στα περισσότερα εθνικά δίκαια και περιλαμβάνονται και στο ισχύον άρθρο 52 της Σύμβασης για το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ή Σύμβασης του Μονάχου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης, τα κράτη-μέλη είναι υποχρεωμένα να δεχτούν την έλλειψη ενός από τα εν λόγω κριτήρια, ως λόγο ακυρότητας του χορηγηθέντος διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Η ακυρότητα αυτή έχει αποτελέσματα ab initio, δοθέντος ότι η χρονική στιγμή ακύρωσης παραπέμπει είτε στην ημερομηνία χορήγησης του διπλώματος, είτε στην ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης για χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ανάλογα με το εθνικό δίκαιο.
Το δεύτερο άρθρο της Σύμβασης του Στρασβούργου εξαιρεί από τη δυνατότητα κατοχύρωσης μιας εφεύρεσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας:
- τις εφευρέσεις των οποίων η δημοσίευση ή η εφαρμογή είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, και
- τις εφευρέσεις που αφορούν ποικιλίες φυτών ή είδη ζώων ή βιολογικές μεθόδους παραγωγής φυτών ή ζώων.
Στο ίδιο άρθρο, a contrario, επιβεβαιώνεται η δυνατότητα κατοχύρωσης με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας των φαρμακευτικών προϊόντων και των προϊόντων διατροφής, καθώς επίσης και των χημικών ουσιών.
Η έννοια της βιομηχανικής εφαρμογής μίας εφεύρεσης ορίζεται στο τρίτο άρθρο της ίδιας Σύμβασης, ενώ στα επόμενα άρθρα αναφέρεται η έννοια του νέου και της στάθμης της τεχνικής με τη διατύπωση που διατηρήθηκε σχεδόν αυτούσια και στο άρθρο 54 της Σύμβασης του Μονάχου, έτσι όπως ισχύει σήμερα.
Τέλος, το όγδοο άρθρο της Σύμβασης περιλαμβάνει τη σημαντικότερη ρύθμιση για το δίκαιο ευρεσιτεχνιών, δηλαδή ότι: «Η έκταση της προστασίας που χορηγείται από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προσδιορίζεται από το περιεχόμενο των αξιώσεων. Παρ’ όλα αυτά, η περιγραφή και τα σχέδια χρησιμοποιούνται για να ερμηνεύσουν τις αξιώσεις».
Η ίδια ακριβώς διατύπωση περιλαμβάνεται στη Σύμβαση του Μονάχου στο άρθρο 69 που ισχύει μέχρι σήμερα.
Αξίζει να μνημονευθεί ότι η Σύμβαση του Στρασβούργου που τέθηκε σε ισχύ 17 χρόνια μετά την υπογραφή της, δηλαδή το 1980 και αφού πρώτα εναρμονίσθηκαν με αυτήν οι αντίστοιχοι εθνικοί νόμοι, αποτελεί σπάνιο παράδειγμα διεθνούς συμβάσεως της οποίας οι διατάξεις ενσωματώθηκαν σε άλλη Σύμβαση, δηλαδή στη Σύμβαση του Μονάχου, και είναι όχι μόνο επίκαιρες, αλλά και σε ισχύ μέχρι σήμερα.
Η Διπλωματική Διάσκεψη του Μονάχου από 10 Σεπτεμβρίου μέχρι 5 Οκτωβρίου 1973 και το σύστημα που υιοθέτησε
Για την εγκαθίδρυση ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος απονομής διπλώματος ευρεσιτεχνίας συνήλθε στο Μόναχο Διπλωματική Διάσκεψη για την υπογραφή ενός κειμένου συνθήκης.
Στη Διπλωματική αυτή Διάσκεψη, η οποία συνεδρίασε από 10 Σεπτεμβρίου μέχρι 5 Οκτωβρίου 1973, συμμετείχαν 21 κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Οι εργασίες βασίσθηκαν στο πρώτο προσχέδιο του Λουξεμβούργου του 1970 που περιείχε 132 άρθρα και στο τελευταίο προσχέδιο του Μονάχου του 1972, μαζί με τα έγγραφα προετοιμασίας, το οποίο δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Σχέδιο σύμβασης για την ίδρυση ευρωπαϊκού συστήματος χορήγησης διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας».
Η χώρα μας κατέθεσε το έγγραφο επικύρωσης της Σύμβασης στις 24 Ιουλίου 1986 στη Βόννη και η Σύμβαση τέθηκε σε ισχύ για την Ελλάδα την 1η Οκτωβρίου 1986.
Η Σύμβαση εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα με την επιφύλαξη – εξαίρεση προστασίας των φαρμακευτικών προϊόντων μέχρι 07.10.1992, σύμφωνα με το άρθρο 167 παρ. 2 της Σύμβασης. Δηλαδή, μέχρι την ημερομηνία της 7ης Οκτωβρίου 1992 δεν μπορούσε να ζητηθεί για την Ελλάδα η προστασία των φαρμακευτικών προϊόντων αυτών καθαυτών, αλλά μόνον των φαρμακευτικών μεθόδων.
Βασικός σκοπός της σύμβασης είναι η εγκαθίδρυση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής διαδικασίας για την απονομή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για όλα τα κράτη-μέλη της σύμβασης.
Με μία μόνον αίτηση και ακολουθώντας μία μόνο διαδικασία, ο εφευρέτης μπορεί να προστατευθεί, εφόσον το δηλώσει, και στα 39, σήμερα, κράτη-μέλη της Σύμβασης.
Προϋπόθεση αυτής της προστασίας είναι να ανταποκρίνεται θετικά η εφεύρεσή του στα κριτήρια των άρθρων 52 έως 57 της Σύμβασης του Μονάχου, δηλαδή, να είναι νέα, να εμπεριέχει εφευρετική δραστηριότητα και να έχει βιομηχανική εφαρμογή. Ο τίτλος που χορηγείται μετά το πέρας της ενοποιημένης διαδικασίας είναι το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το οποίο ισχύει σαν εθνικό δίπλωμα σ’ εκείνα τα κράτη-μέλη της Σύμβασης, στα οποία δήλωσε ότι επιθυμεί να προστατεύσει την εφεύρεσή του ο καταθέτης.
Η λειτουργία του αυτόματου διαχωρισμού του ευρωπαϊκού διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε περισσότερα εθνικά διπλώματα αποτέλεσε τη συμβιβαστική λύση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η πολιτική και νομική συνταύτιση των ιδρυτικών κρατών-μελών του ευρωπαϊκού δικαίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Γι’ αυτό και συνήθως το ευρωπαϊκό δίπλωμα περιγράφεται σαν μια δέσμη εθνικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας με το ίδιο αντικείμενο (“faisceau” de brevets nationaux). Τα εθνικά αυτά διπλώματα ισχύουν παράλληλα και διέπονται από τις αντίστοιχες εθνικές νομοθεσίες περί ευρεσιτεχνιών. Η διαπίστωση τυχόν προσβολών τους από τρίτους καθώς και η πιθανή ακύρωσή τους παραμένει πάντοτε στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή.
Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΓΔΕ) στο Μόναχο με παράρτημα στη Χάγη και γραφεία στη Βιέννη και στο Βερολίνο άρχισε να λειτουργεί και να παραλαμβάνει αιτήσεις από την 1η Ιουνίου 1978 και να απονέμει τίτλους από το 1980. Η επιτυχία του συστήματος ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις των ιδρυτών του μέχρι σήμερα.
Το ΕΓΔΕ έχει χορηγήσει πάνω από 2.000.000 ευρωπαϊκά διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τεχνολογικές ανακαλύψεις, πολλές από τις οποίες έχουν αλλάξει τον κόσμο μας από τον γνωστό κωδικό QR και τη μορφή MP3, έως εμβόλια που σώζουν ζωές και συστήματα σταθερότητας αυτοκινήτων αιχμής.
Σήμερα το ΕΓΔΕ απασχολεί συνολικά περίπου 7.000 υπαλλήλους και διαχειρίζεται ετησίως πάνω από 190.000 αιτήσεις ευρωπαϊκών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας από όλο τον κόσμο και έχει γίνει ένα από τα κορυφαία γραφεία διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στον κόσμο.
Η Ελλάδα κύρωσε τη Σύμβαση του Μονάχου με το Νόμο 1607/1986 (ΦΕΚ Α 85’). Η προσχώρηση της Ελλάδας, την 1η Οκτωβρίου 1986, ήταν κομβικής σημασίας για τη μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και την προώθηση της καινοτομίας, ενώ με το πενταετές Πρόγραμμα Υποστήριξης του EPO δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ), η μόνη εθνική αρχή προστασίας τίτλων Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας στη χώρα μας.
Ήδη το ευρωπαϊκό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εξελίχθηκε έτι περαιτέρω με την υιοθέτηση και εφαρμογή του συστήματος για το ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για 17 κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επίλογος
Είναι γνωστή η ιστορική φράση του Αρχιμήδη, του μεγαλύτερου ίσως εφευρέτη όλων των εποχών με την οποία ανακοίνωνε στο λαό των Συρακουσών (240 π.Χ.) την εφεύρεσή του για τη χρήση των μοχλών:
«Δός μοι πά στω καί τάν γάν κινάσω»
Και πράγματι: Το εφευρετικό αποτέλεσμα το οποίο αναδεικνύεται μέσα από κάθε εφευρετική προσπάθεια μπορεί να είναι τόσο σημαντικό, ώστε να καταλήξει στην «κίνηση της γης», όπως παραστατικά μνημόνευσε ο Αρχιμήδης. Η ανταμοιβή του εφευρέτη, λοιπόν, με ηθικό και οικονομικό αντάλλαγμα είναι εύλογη απαίτηση της κοινωνίας μας και πλήρως αποδεκτή. Σ’ αυτά τα πλαίσια, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, είτε σε εθνικό επίπεδο, είτε ακόμα περισσότερο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αποτελεί την κινητήρια δύναμη για την εξέλιξη της καινοτομίας και της τεχνολογικής ανάπτυξης του κόσμου.
Η νομική επιστήμη, ως επιστήμη της πράξης, με βάση τους κανόνες δικαίου που τίθενται από την πολιτεία ή με βάση τις διεθνείς συμφωνίες που συνομολογούνται μεταξύ κρατών, για τα θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ αποκλειστικών δικαιωμάτων και ελεύθερης τεχνολογικής εξέλιξης σ΄ όλο τον κόσμο.
Την ισορροπία αυτή την εξασφάλισε πλήρως ο νομοθέτης της ευρωπαϊκής σύμβασης του Μονάχου επιλέγοντας μία απλή και συνεκτική διατύπωση:
«Τα ευρωπαϊκά διπλώματα χορηγούνται για εφευρέσεις νέες, που εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα και έχουν βιομηχανική εφαρμογή».
Η σοφία της επιλογής αυτής επιβεβαιώνεται από την επιτυχία του σημερινού ευρωπαϊκού συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τη μετεξέλιξή του σε ενιαίο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.