Η εταιρική δικηγορία, ήτοι η κατά τη διεθνή ορολογία αναφερόμενη ως in-house legal practice, αποτελεί πλέον μία αυτοτελή και συναρπαστική μορφή σύγχρονης δικηγορικής πρακτικής η οποία έχει αποκτήσει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά – τα οποία και της προσδίδουν μία διακριτή ταυτότητα. Ορθό, δε, είναι να κάνουμε μία επιπλέον διάκριση και να ξεχωρίσουμε την έννοια της εταιρικής δικηγορίας από αυτή της έμμισθης δικηγορίας. Αναφερόμενοι στην «εταιρική δικηγορία», δεν επιδιώκουμε να απεικονίσουμε απλώς τη λειτουργία μίας αντιμισθίας.
Οσύγχρονος ή η σύγχρονη εταιρικός ή εταιρική Δικηγόρος με την ένταξη σε ένα εταιρικό περιβάλλον αντιλαμβάνεται τη θεμελιώδη διαφοροποίηση ως προς την άσκηση των καθηκόντων του. Αφενός στέλεχος, αφετέρου Δικηγόρος. Η πρόκληση μεγάλη και οι απαιτήσεις σημαντικές. Υπερισχύει όμως μία εκ των δύο ιδιοτήτων; Συνυπάρχουν και οι δύο; Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά και οι ικανότητες που απαιτούνται;
Η ένταξη σε ένα εταιρικό περιβάλλον συνεπάγεται και την ώσμωση με την κουλτούρα της εταιρείας και την ενσωμάτωση στο ευρύτερο στελεχιακό δυναμικό – με την εκεί πλειοψηφία των στελεχών, αν όχι το σύνολο, να έχουν άλλες προσλαμβάνουσες παραστάσεις, δίχως κατ΄ ανάγκη αντίληψη των νομικών εννοιών και διαδικασιών. Στελέχη στοχοπροσηλωμένα στην εταιρική πρόοδο και την επίτευξη αποτελεσμάτων – και τα οποία συχνά την επαφή με το Νόμο και τις διαδικασίες αυτού την αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη ως προς την επιρροή που ασκούν στην υλοποίηση των προσπαθειών τους, τυχόν αυξημένες ρυθμιστικές απαιτήσεις.
Ταυτόχρονα, αναφύεται σε μηδενικό χρόνο η αδήριτη ανάγκη για κατανόηση του αντικειμένου της εταιρείας, η αντίληψη και η συμμετοχή στο εταιρικό γίγνεσθαι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γίνεται αντιληπτό πως τα δομικά χαρακτηριστικά είτε της νομικής επιστήμης, είτε των διαδικασιών πρέπει να αναγνωσθούν και να ερμηνευθούν υπό το φως και το πρίσμα των αναγκών της εταιρείας.
Αναφύονται τότε πραγματικότητες οι οποίες κα-ταρρίπτουν δόγματα και αξιώματα. Έχει άραγε αξία ο διαχωρισμός ιδιωτικού και δημοσίου δίκαιου σε μία εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται σε ρυθμισμένο τομέα (regulated sector);
Μπορεί ο εταιρικός δικηγόρος να διατηρήσει την πολυτέλεια της επιλογής μίας κατεύθυνσης δικαίου;
Ομοίως πόση αξία έχει η παροχή συμβουλών, δίχως αντίληψη της δικαστηριακής πρακτικής και πραγματικότητας; Πόσο αντέχει το δίπολο «συμβουλευτική-μαχόμενη» δικηγορία; Οι νομικές συμβουλές έχουν ως τελικό πεδίο κρίσης τις πραγματικές συνθήκες της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν παραδοχές, δεν υπάρχουν ασφαλείς προβλέψεις. Η νομική συμβουλή δεν είναι consulting – είναι η αντιμετώπιση της πραγματικότητας – εκεί όπου και οι συμβουλές θα «τεσταριστούν».
Σε ένα δε περιβάλλον αυξημένης ρύθμισης και εποπτείας, τα όρια μεταξύ των αρμοδιοτήτων ενός νομικού τμήματος και της πραγματικής επιρροής του εφαρμοστέου νομικορυθμιστικού πλαισίου είναι δυσδιάκριτα – αν όχι αόρατα. Όμοροι κλάδοι αναπτύσσονται δίπλα και πέρα από την κλασική έννοια της Νομικής Υπηρεσίας και λειτουργούν ως πεδίο συνδυαστικής στελέχωσης από νομικούς και μη: προσωπικά δεδομένα – DPO, compliance, regulatory departments, ESG, contract management, procurement. Και η λίστα παραμένει ενδεικτική.
Οι σύγχρονες ανάγκες και επιταγές μία δυναμικής επιχειρηματικότητας περνάνε μέσα από την εκπλήρωση πλείστων απαιτήσεων ρύθμισης και συμμόρφωσης. Με τον τρόπο αυτό η έκθεση του εταιρικού δικηγόρου γίνεται οριζόντια και interdisciplinary.
Σημείο το οποίο είναι ωστόσο κρίσιμο, καθώς η προσέγγιση και κατανόηση από τον νομικό της λειτουργίας της κατά περίπτωση αγοράς ή εταιρικής δραστηριότητας είναι ίσως και αυτονόητη. Η αντίστροφη όμως κατανόηση των νομικών εννοιών είναι ανέφικτη, αν όχι αδύνατη.
Έτσι, ο εταιρικός δικηγόρος οφείλει να επικοινωνεί απλά και αποτελεσματικά έννοιες και διαδικασίες. Η άδικη επωδός «νομικίστικα» ή «legalistic» που συχνά ακούγεται αποκτά απροσδόκητα νόημα με αναφορά ως προς το τί πρέπει να αποφεύγεται σε ένα εταιρικό περιβάλλον. Είναι καθήκον και τμήμα της αποστολής ενός εταιρικού Δικηγόρου η απλοποίηση και αποσαφήνιση των νομικών όρων και εννοιών – δίχως εννοείται εκπτώσεις ως προς την ουσία, με έμφαση στην κατανόηση των ορισμών. Η επαφή με ένα νομικό ή πολύ περισσότερο δικαστικό θέμα προκαλεί δέος στα εταιρικά στελέχη που δεν έχουν νομική κατάρτιση. Και το δέος αυτό μεταφράζεται συχνά σε άρνηση. Έτσι, ο εταιρικός δικηγόρος οφείλει να απλοποιεί, να εξηγεί, να ακούει, να έχει υπομονή και προσήλωση στον τελικό στόχο.
Ο Δικηγόρος συνεπώς πρέπει να είναι πλήρως στέλεχος της εταιρείας. Μέσα στη ζωή, την κουλτούρα και τη λογική της. Έχει όμως τη σύστοιχη υποχρέωση να διατηρήσει ζωντανή, ενεργή και δυναμική την κουλτούρα του Δικηγόρου. Αυτό αποτελεί όχι απλώς βέλτιστη πρακτική – αλλά επιταγή για τον εταιρικό Δικηγόρο.
Η λογική του θάρρους, της ανεξαρτησίας, της αναζήτησης προληπτικών μέτρων με εγρήγορση και αντανακλαστικά που «βλέπουν μακριά» είναι πολύτιμη συνεισφορά του Δικηγόρου – στελέχους. Ο εταιρικός Δικηγόρος δεν πρέπει να υποκαταστήσει τη νοοτροπία του Δικηγόρου με μία διεκπεραιωτική αντίληψη γραφειοκρατικής φύσεως. Δεν είναι υπάλληλος. Η δε ύψιστη αξία της διακριτής αυτής ταυτότητας αναδεικνύεται εμφατικά σε έκτακτες περιστάσεις – εκεί όπου η στιβαρή παρουσία ενός εταιρικού Δικηγόρου προσδίδει εμπιστοσύνη και αίσθημα ασφάλειας, όχι μόνο στην εταιρεία νοουμένης της διοίκησης αυτής, αλλά και στους εργαζομένους της.
Στην ελληνική έννομη τάξη έχουμε την τύχη η εταιρική νομική υπηρεσία να στελεχώνεται από Δικηγόρους – κάτι το οποίο σε άλλες δικαιοδοσίες είτε δεν συμβαίνει, είτε τελεί υπό περιορισμούς. Η δική μας προσέγγιση αποτελεί πλούτο για το ελληνικό επιχειρείν και πεδίο ευκαιριών για τους Δικηγόρους, των οποίων τα γνωστικά πεδία εξειδίκευσης συχνά είναι ιδιαίτερα δυναμικά – εκτεινόμενα σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών και πέραν της εν στενή εννοία νομικής κατάρτισης. Οικονομικά, finance, marketing, engineering, shipping αποτελούν γνωστικά πεδία τα οποία ολοένα και περισσότεροι συνάδελφοι αξιοποιούν, δίνοντας πρόσθετη αξία στη δικηγορία που επιδιώκουν να ασκήσουν. Στο ίδιο πλαίσιο διευκολύνει τη συνεργασία με τους εξωτερικούς Δικηγόρους, διαμορφώνοντας πνεύμα και πλαίσιο ομαδικής εργασίας – ενώ και επαγγελματικά κάνει ευχερή τη μετάβαση από την εταιρική δικηγορία – σε δικηγορικές εταιρείες.
Το δικό μου συνεπώς συμπέρασμα είναι ότι η σύγχρονη εταιρική δικηγορία απαιτεί και προσκαλεί το Δικηγόρο να είναι και στέλεχος της εταιρείας, πλήρως ενταγμένο και όσο το δυνατόν υψηλότερα στην ιεραρχία – αλλά ταυτόχρονα το εταιρικό συμφέρον επιτάσσει να διατηρεί άθικτη και στο ακέραιο και τη δικηγορική του «ταυτότητα»/ τρόπο σκέψης/ τρόπο αντιμετώπισης – όχι απλώς τυπικά αλλά ουσιαστικά και λειτουργικά ως δομικό στοιχείο της κρίσης και της παρουσίας του εντός μίας εταιρείας.
Με δεδομένη, ωστόσο, τη σύνθετη σημερινή δομή των εταιρικών σχημάτων, συχνά σε επίπεδο πολυεθνικών ομίλων – θα πρέπει να δούμε ξανά και με ρηξικέλευθο τρόπο τα ασυμβίβαστα του Κώδικα Δικηγόρων. Είναι εξόχως περιοριστικό εταιρικοί δικηγόροι να αποκλείονται από την άσκηση και διοικητικών καθηκόντων (π.χ. CEO) σε εταιρείες, με επίκληση τυπικών κωλυμάτων. Είμαι βέβαιος ότι με προοδευτική αντίληψη, ευελιξία και με προσέγγιση αναλογικότητας μπορούν να βρεθούν βέλτιστες λύσεις, προκειμένου η σύγχρονη εταιρική δικηγορία να εξελιχθεί έτι περαιτέρω και ο διφυής της χαρακτήρας να συνεχίσει να αποτελεί πλούτο και ευεργέτημα για την επιχειρηματικότητα στη γεμάτη προκλήσεις σύγχρονη οικονομική και επιχειρηματική συγκυρία – αλλά και ένα συναρπαστικό πεδίο επαγγελματικής σταδιοδρομίας για τους εν ενεργεία Δικηγόρους και τους μελλοντικούς μας Συναδέλφους.
* Το άρθρο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη της Έφης Βατάλη, μιας εξαιρετικής εταιρικής Δικηγόρου και καλής φίλης, με την οποία ας σημειωθεί λίγες μέρες πριν φύγει από τη ζωή είχα την τιμή στο συνέδριο Law in Action στις 31.10.2024 να συζητήσουμε ζωντανά κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου ορισμένα από τα ζητήματα που αναφέρω στο άρθρο αυτό.