Tον Φεβρουάριο του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε την υιοθέτηση μιας πολυαναμενόμενης πρότασης Οδηγίας για τη δέουσα επιμέλεια ως προς την εταιρική βιωσιμότητα. Η εν λόγω πρόταση εναρμονίζεται με τον Κανονισμό SFDR και την πρόταση Οδηγίας CSRD για τη γνωστοποίηση πληροφοριών σε μεγάλες επιχειρήσεις, όμως αποτελεί ένα ευρύτερο νομικό πλαίσιο, καθώς περιλαμβάνει κανόνες που απαιτούν από αυτές να αξιολογούν και να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, ως μέρος της αξιακής αλυσίδας τους.
Τα κυριότερα σημεία της πρότασης και υποχρεώσεις για τις εταιρείες
Η πρόταση Οδηγίας αποτυπώνει τη θέση στο επίκεντρο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο πεδίο εφαρμογής των οποίων βρίσκονται και περιβαλλοντικά ζητήματα. Οι νέοι κανόνες απαιτούν από τις εταιρείες να ενσωματώνουν τη δέουσα επιμέλεια στις πολιτικές τους, να εντοπίζουν τους πραγματικούς ή δυνητικούς κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, να προλαμβάνουν ή να μετριάζουν τις δυνητικές αρνητικές συνέπειες και να τερματίζουν ή να ελαχιστοποιούν τις πραγματικές επιπτώσεις. Οι εταιρείες υποχρεούνται επίσης να θεσπίζουν και να διατηρούν ενεργή συγκεκριμένη διαδικασία υποβολής καταγγελιών, να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών και των μέτρων δέουσας επιμέλειας και να ανακοινώνουν δημοσίως τα σχετικά μέτρα που λαμβάνουν.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι με την πρόταση αυτή κλείνει οριστικά η συζήτηση που είχε ανοίξει σχετικά με το αν η προστασία του περιβάλλοντος είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή εκφεύγει του πεδίου τους. Περιβαλλοντικά ζητήματα, όπως οι κλιματικές επιπτώσεις και η ρύπανση, καλύπτονται ξεκάθαρα από την κανονιστική εφαρμογή της Οδηγίας, με τις επιχειρήσεις να πρέπει να διαθέτουν σχέδιο, για να διασφαλίσουν ότι η στρατηγική τους είναι συμβατή με τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισίων για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5°C.
Γενικά, η λογική είναι ότι κάθε επιχείρηση με σημαντικό κύκλο εργασιών είναι υποχρεωμένη να έχει σαφή πολιτική πρόληψης και αντιμετώπισης αρνητικών συνεπειών που έχουν οι δραστηριότητές της στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η παιδική εργασία και η εκμετάλλευση των εργαζομένων. Αυτή η πολιτική δεν εξαντλείται σε υποβολή εκθέσεων και γνωστοποιήσεις, όπως ισχύει με το νομοθετικό πλαίσιο για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση, αλλά επεκτείνεται και σε μέτρα δέουσας επιμέλειας. Μάλιστα, η πρόταση εισάγει τη θέσπιση καθηκόντων των διευθυντικών στελεχών να επιβλέπουν την εφαρμογή της δέουσας επιμέλειας και να την ενσωματώνουν στην εταιρική στρατηγική. Επιπλέον, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσής τους να ενεργούν προς το συμφέρον της εταιρείας, τα διευθυντικά στελέχη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες των αποφάσεών τους σε θέματα βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της κλιματικής αλλαγής και των περιβαλλοντικών συνεπειών. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εθνικές διατάξεις για την παραβίαση των καθηκόντων των στελεχών διοίκησης θα εφαρμόζονται και στις διατάξεις της Οδηγίας, για παράδειγμα με τη θέσπιση προσωπικής ευθύνης τους για τη μη συμμόρφωση με τους κανόνες βιωσιμότητας.
Κάθε επιχείρηση με σημαντικό κύκλο εργασιών είναι υποχρεωμένη να έχει σαφή πολιτική πρόληψης και αντιμετώπισης αρνητικών συνεπειών που έχουν οι δραστηριότητές της στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον
Υπόχρεες εταιρείες και χρονοδιάγραμμα
Οι νέοι κανόνες δέουσας επιμέλειας διακρίνουν μεταξύ εταιρειών της ΕΕ και εταιρειών εκτός ΕΕ. Οι εταιρείες της ΕΕ χωρίζονται σε δύο ομάδες σύμφωνα με διαφορετικά κατώτατα όρια. Οι εταιρείες της πρώτης ομάδας είναι όλες οι εταιρείες της ΕΕ με σημαντικό μέγεθος και οικονομική ισχύ (περισσότεροι από 500 εργαζόμενοι και 150 εκατομμύρια ευρώ καθαρός κύκλος εργασιών παγκοσμίως). Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους τομείς με υψηλό αντίκτυπο στο περιβάλλον, όπως η κλωστοϋφαντουργία, η γεωργία, η δασοκομία, η αλιεία, η παραγωγή προϊόντων διατροφής, η εξόρυξη φυσικών πόρων και η μεταλλουργία. Οι εταιρείες αυτές έχουν χαμηλότερα κατώτατα όρια από την πρώτη ομάδα, θα πρέπει δηλαδή να απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζομένους και να έχουν καθαρό κύκλο εργασιών τουλάχιστον 40 εκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το 50% του εν λόγω καθαρού κύκλου εργασιών προέρχεται από τη δραστηριοποίηση σε έναν ή περισσότερους από τους τομείς υψηλού αντικτύπου.
Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας δεν θα καλύπτει μόνο τις ίδιες τις δραστηριότητες της εταιρείας, αλλά θα ισχύει και για τις θυγατρικές της και τις αλυσίδες εφοδιασμού της ως άμεσες και έμμεσες καθιερωμένες επιχειρηματικές σχέσεις. Έτσι, ενώ οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν εμπίπτουν άμεσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας πρότασης, είναι πιθανό να εμπλακούν έμμεσα μέσω των απαιτήσεων που τους επιβάλλουν οι επιχειρηματικοί εταίροι τους.
Οι κανόνες θα εφαρμόζονται επίσης σε εταιρείες εκτός ΕΕ, οι οποίες όμως δραστηριοποιούνται στην ΕΕ, εφόσον ο κύκλος εργασιών σε αυτήν υπερβαίνει τα παραπάνω εκτεθέντα κατώτατα όρια.
Το χρονοδιάγραμμα της υιοθέτησης των νέων κανόνων εταιρικής δέουσας επιμέλειας εκτείνεται από το 2022 έως το 2026. Η πρόταση Οδηγίας θα υποβληθεί για έγκριση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο μέσα στο 2022 και τα κράτη-μέλη θα έχουν στη διάθεσή τους δύο χρόνια, για να μεταφέρουν την Οδηγία στο εθνικό τους δίκαιο. Επομένως, η εφαρμογή της Οδηγίας θα ξεκινήσει το 2024, οπότε αρχικά θα αφορά εταιρείες με περισσότερους από 500 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών άνω των 150 εκατομμυρίων ευρώ. Δύο χρόνια αργότερα, η Οδηγία θα εφαρμοστεί σε εταιρείες με πάνω από 250 εργαζόμενους και έσοδα άνω των 40 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτός ο χρονικός ορίζοντας συμφωνεί και με το αναμενόμενο χρονοδιάγραμμα που προβλέπει την έναρξη εφαρμογής της Οδηγίας CSRD για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση περίπου την ίδια περίοδο.
Εφαρμογή και κυρώσεις
Η προτεινόμενη Οδηγία προβλέπει έναν συνδυασμό διοικητικών κυρώσεων, κυρώσεων βάσει του κύκλου εργασιών και αστικής ευθύνης. Καταρχάς, προβλέπονται πρόστιμα με βάση τον κύκλο εργασιών της επιχείρησης, αλλά το ύψος τους και η αρμόδια εθνική αρχή θα οριστούν από τα κράτη-μέλη κατά την ενσωμάτωση της Οδηγίας στο εσωτερικό τους δίκαιο. Οι εθνικές αρχές θα έχουν την εξουσία να ασκούν αποτελεσματική εποπτεία, να ζητούν πληροφορίες και να διεξάγουν έρευνες σχετικά με τη συμμόρφωση των εταιρειών με τις οριζόμενες υποχρεώσεις.
Η Οδηγία δεν θα καλύπτει μόνο τις ίδιες τις δραστηριότητες της εταιρείας, αλλά θα ισχύει και για τις θυγατρικές της και τις αλυσίδες εφοδιασμού της ως άμεσες και έμμεσες καθιερωμένες επιχειρηματικές σχέσεις
Επίσης, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι εταιρείες ευθύνονται για τυχόν ζημίες, εφόσον δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις της Οδηγίας, έτσι ώστε οι ζημιωθέντες να μπορούν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για αποζημίωση. Παράλληλα, θα πρέπει οποιοδήποτε πρόσωπο να μπορεί να ενημερώσει τις εποπτικές αρχές για τη μη συμμόρφωση κάποιας εταιρείας με τις υποχρεώσεις της για δέουσα επιμέλεια.
Συμπερασματικά
Η προτεινόμενη Οδηγία θεωρείται ότι θα αλλάξει το τοπίο, με το οποίο οι εταιρείες διεξάγουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, αφού πλέον τα ανθρώπινα δικαιώματα και η πράσινη μετάβαση θα βρίσκονται στον πυρήνα της στρατηγικής τους. Φυσικά, δεν πρόκειται για μια καινούρια εξέλιξη. Ήδη με τους Κανονισμούς Taxonomy και SFDR για τους διαχειριστές κεφαλαίων αλλά και με τις Οδηγίες NFRD και CSRD για τη μη χρηματοοικονομική πληροφόρηση έχει γίνει σαφής η πρόθεση του Ευρωπαίου νομοθέτη να δώσει βαρύνουσα σημασία στα κριτήρια ESG ως μέρος μιας δίκαιης και βιώσιμης δραστηριοποίησης από τους φορείς της οικονομίας.
Δημιουργείται έτσι ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο περιλαμβάνει όχι μόνο τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης, αλλά και τη φορολογική διαφάνεια στα πλαίσια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης με τη νέα Οδηγία Country-by-country Reporting και βεβαίως με τα καθήκοντα δέουσας επιμέλειας της παρούσας προτεινόμενης Οδηγίας. Πέρα από το νέο περιεχόμενο που δίνεται στην έννοια της εταιρικής υπευθυνότητας με αυτές τις παρεμβάσεις, γίνεται με αυτόν τον τρόπο και ευκολότερη η συμμόρφωση για τις εταιρείες, καθώς οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων συμβάλλουν στη διερεύνηση των επιπτώσεων της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον, αλλά και αντιστρόφως.
Επιπλέον, οικοδομείται μια καινούρια αξιακή αλυσίδα, καθώς η δέουσα επιμέλεια θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις οντότητες ενός οργανισμού αλλά και σε ολόκληρη την αλυσίδα εφοδιασμού του. Η τάση της μέτρησης του αντικτύπου της επιχειρηματικής δραστηριότητας, της δημιουργίας αξίας και της δημοσιότητας επί αυτών των ζητημάτων γίνεται πλέον εμφανέστερη από ποτέ. Φυσικά, η εφαρμογή της δέουσας επιμέλειας σε τόσο μεγάλο εύρος δεν πρόκειται να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη και η πρόταση Οδηγίας δείχνει μόνο την αφετηρία και την κατεύθυνση. Ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία, έχουν ήδη προχωρήσει σε νομοθετικές παρεμβάσεις σε εθνικό επίπεδο.
Οπωσδήποτε, η συμμόρφωση με την Οδηγία και τον εθνικό νόμο απαιτεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο που θα έχει εκπονηθεί εκ των προτέρων και έγκαιρα. Η βασική αξιολόγηση των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, ώστε να εντοπιστούν κενά και τομείς προς βελτίωση, είναι το πρώτο βήμα σε αυτή την πορεία. Στη συνέχεια, η κατάρτιση ενός οδικού χάρτη για την εφαρμογή ενός αποτελεσματικού πλαισίου δέουσας επιμέλειας με στόχο τους περιβαλλοντικούς κινδύνους και τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ευθυγράμμιση της εταιρείας όχι μόνο με την εν λόγω Οδηγία αλλά και γενικότερα με το νέο τοπίο που αναδύεται στον χώρο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
Η κατάρτιση ενός σχεδίου για την εφαρμογή της δέουσας επιμέλειας αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την ευθυγράμμιση με την Οδηγία αλλά και γενικότερα με το νέο τοπίο που αναδύεται στον χώρο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης