Οι νεοσύστατες επιχειρήσεις καινοτομίας (start-ups) αποτελούν κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης για την αντιμετώπιση των βασικών ευρωπαϊκών προκλήσεων. Από την πρόσφατη κοινή μελέτη του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (“EPO”) και του Γραφείου Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“EUIPO”) προέκυψε ότι οι επιχειρήσεις που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας εξασφαλίζουν μεγαλύτερη χρηματοδότηση από εκείνες που δεν έχουν προβεί σε αντίστοιχες διαδικασίες, αναδεικνύοντας έτσι την ανάγκη δημιουργίας ενός διεθνούς χαρτοφυλακίου των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους.
Οι νεοσύστατες μικρομεσαίες επιχειρήσεις καινοτομίας (start-ups), συχνά χαρακτηριζόμενες ως η «ραχοκοκαλιά» της ευρωπαϊκής οικονομίας, αντιμετωπίζονται με αυξανόμενο ενδιαφέρον από φορείς χάραξης πολιτικής ακριβώς διότι φαίνεται να αποτελούν κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, διαθέτοντας ισχυρή δυναμική για την αντιμετώπιση των βασικών ευρωπαϊκών προκλήσεων όσον αφορά τις ανάγκες της ψηφιοποίησης, βιωσιμότητας και ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας μέσω της καινοτομίας και της αξιοποίησης τεχνολογιών αιχμής.
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με την έρευνα που διενήργησαν από κοινού το Ευρωπαϊκό Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (“EPO”) και το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“EUIPO”), εξετάζεται, σε κλίμακα δεκαετίας, το κατά πόσο η κατοχύρωση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, η οποία εξασφαλίζεται συγκεκριμένα μέσω των εμπορικών σημάτων και των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μπορεί να επηρεάσει τον ρυθμό ενίσχυσης της χρηματοδότησης που λαμβάνουν οι μικρο-μεσαίες νεοφυείς επιχειρήσεις από ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε τελικά να καθίστανται στόχοι συγχωνεύσεων και εξαγορών αλλά και επενδύσεων σε εισηγμένες αγορές.
Η εν λόγω μελέτη, φυσικά, κατέδειξε ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις που προχώρησαν σε κατοχυρώσεις των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους εξασφάλισαν κατά μέσο όρο μεγαλύτερη χρηματοδότηση από εκείνες που δεν έχουν προβεί σε αντίστοιχες διαδικασίες καταχώρισης, σε όλα τα στάδια λειτουργίας και χρηματοδότησής τους.
Σε σχέση με την «επικαιρότητα» της ενωσιακής αγοράς, το EPO και το EUIPO σε κοινή δήλωσή τους επεσήμαναν ότι τα σχετικά ευρήματά τους είναι “ιδιαίτερα σημαντικά σήμερα, στην αμέσως μετά-COVID-19 εποχή και την πρόσφατη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής που έχουν οδηγήσει σε μείωση των επενδύσεων σε ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις το 2022”.
Η Ευρώπη, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τις πιθανές μελλοντικές πανδημίες καθώς και τον διαρκή στρατηγικό ανταγωνισμό με άλλες περιοχές του κόσμου, εξακολουθεί να υστερεί, όσον αφορά τη χρηματοδότηση καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων (π.χ. σε σύγκριση με τις Η.Π.Α.). Ταυτόχρονα, ωστόσο, ακολουθώντας τις εξελίξεις καλείται να δημιουργήσει κατάλληλες προοπτικές για τη μελλοντική ανάπτυξη καθώς και θέσεις εργασίας για τον νεαρό πληθυσμό της.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται μιλώντας για τις λεγόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις “βαθιάς τεχνολογίας” οι οποίες, αναπτύσσοντας νέες εφαρμογές και μηχανολογικές προσεγγίσεις, συχνά απαιτούν υψηλά ποσά μακροπρόθεσμων κεφαλαίων προκειμένου να εισφέρουν πραγματικά καινοτόμα τεχνολογία στην αγορά, με λίγους επενδυτές να είναι διατεθειμένοι να «αγκαλιάσουν» τέτοιους κινδύνους.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας φαίνεται να δίνουν ικανοποιητικές λύσεις στο ζήτημα, λειτουργώντας, ως αυτοτελή χρηματοδοτικά εργαλεία για τις επιχειρήσεις. Δίνοντας τη δυνατότητα στους τεχνικούς εφευρέτες και τους δημιουργούς καινοτόμων brands να προστατεύουν μέσω αυτών τις εφευρέσεις και τις δημιουργίες τους, φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά στην απαραίτητη πρόσβαση των επιχειρήσεων καινοτομίας σε χρηματοδότηση από ιδιωτικά κεφάλαια, ώστε αργότερα να κερδίσουν τις ανταμοιβές τους μέσω μιας επιτυχημένης διεξόδου στις αγορές.
Τα αποτελέσματα της έρευνας πράγματι επαλήθευσαν προηγούμενες σχετικές μελέτες οι οποίες σε μακροεπίπεδο είχαν ήδη δείξει ότι οι κλάδοι που χρησιμοποιούν εντατικά τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αντιπροσωπεύουν υψηλό και αυξανόμενο μερίδιο της οικονομικής παραγωγής, της απασχόλησης και του εμπορίου της Ευρώπης.
Σε σχέση με όλες τις προηγηθείσες, ωστόσο, η παρούσα μελέτη ξεχωρίζει, καθώς προσθέτει μια περαιτέρω διάσταση στο σύνολο των μέχρι τώρα γνωστών παραδοχών σε σχέση με τα οφέλη των δικαιωμάτων Δ.Ι., καθώς επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο νεοϊδρυθείσες καινοτόμες εταιρείες αποκτούν την αναγκαία χρηματοδότηση που τους επιτρέπει να αναπτύξουν τις ιδέες τους σε εμπορεύσιμα προϊόντα στην αγορά, επισημαίνοντας πως τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας συμβάλλουν εξίσου στην επιτυχημένη πορεία των παρόχων της αρχικής χρηματοδότησης μέσω της μεταπώλησης αυτών σε άλλη εταιρεία ή μέσω της εισαγωγής τους στο χρηματιστήριο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα ευρήματα του EPO και EUIPO, κατά μέσο όρο, οι νεοφυείς επιχειρήσεις που έχουν συγκεντρώσει τόσο εμπορικά σήματα όσο και διπλώματα ευρεσιτεχνίας κατά το στάδιο της ίδρυσης ή της πρώιμης λειτουργίας τους έχουν περισσότερες από 10 φορές περισσότερες πιθανότητες να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από τρίτους στο μέλλον.
Όσον αφορά τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα χαρτοφυλάκια εμπορικών σημάτων και/ή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας προσδίδουν αξία στις νεοσύστατες επιχειρήσεις, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι σε πρώτο βαθμό αφορούν το μονοπώλιο που παρέχεται μέσω αυτών. Πιο συγκεκριμένα, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που κατέχει μια νεοσύστατη επιχείρηση μπορούν να μειώσουν τις ανταγωνιστικές πιέσεις, -βελτιώνοντας, κατ’ αποτέλεσμα, την κερδοφορία της, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα υψηλότερες αποδόσεις για τους επενδυτές- ήδη από το στάδιο κατάθεσης της αίτησης.
Άλλωστε, οι καταθέσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποτελούν αποτελεσματικούς δείκτες των τεχνικών ικανοτήτων των επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους. Παράλληλα μπορούν να βοηθήσουν τις νεοσύστατες επιχειρήσεις στο να συνάψουν κοινές ερευνητικές συμβάσεις με μεγαλύτερες επιχειρήσεις, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο σημαντική επιτάχυνση στη διενεργούμενη από αυτές έρευνα και αυξάνοντας παράλληλα τους ρυθμούς ανάπτυξής τους.
Οι καταθέσεις εμπορικών σημάτων, από την άλλη, αποδεικνύουν ότι οι νεοσύστατες επιχειρήσεις γνωρίζουν τη σημασία της προστασίας του marketing, στοχεύοντας παράλληλα στην εξωστρέφεια του δημιουργούμενου brand τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο.
Σε κάθε περίπτωση, ξεχωριστή σημασία έχει το γεγονός ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα εμπορικά σήματα, ως άυλα αγαθά, θα επιβιώσουν ως αυτοτελή περιουσιακά στοιχεία σε περίπτωση πτώχευσης, παρέχοντας με αυτόν τον τρόπο την απαραίτητη ασφάλεια τόσο στους επενδυτές όσο και στους δανειστές της επιχείρησης. Συνακόλουθα, η παραχώρηση μέσω αδειών εκμετάλλευσης των εν λόγω δικαιωμάτων σε τρίτους μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα ως επιπλέον πηγή χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, αποφέροντάς τους πρόσθετο εισόδημα.
Τέλος, στην πράξη αποδεικνύεται ότι, τα άυλα περιουσιακά στοιχεία των νεοσύστατων επιχειρήσεων συνήθως υπερτερούν κατά πολύ της φυσικής τους περιουσίας και, συνεπώς, η έγκαιρη επένδυση στη διασφάλιση επίσημα καταχωρισμένων δικαιωμάτων μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό δείγμα εμπιστοσύνης προς τους δυνητικούς επενδυτές για την, κατά τα άλλα, μη «ορατή» αξία μιας νεοσύστατης επιχείρησης.
Προφανώς, οι ανωτέρω λόγοι που ωθούν τους νεοφυείς επιχειρηματίες στην κατοχύρωση των άυλων δικαιωμάτων τους διαφέρουν ανάλογα με τον κλάδο αλλά και τη γεωγραφική περιφέρεια στην οποία αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους.
Συνολικά, σύμφωνα με τα τελευταία ευρήματα, κατά μέσο όρο, το 29% των ευρωπαϊκών νεοφυών επιχειρήσεων έχουν καταθέσει αιτήσεις για την κατοχύρωση δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Αναπόφευκτα, λόγω της δυνατότητας χρήσης και παροχής προστασίας σε ένα ευρύ φάσμα επιχειρήσεων εμπορίας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών, κάθε είδους, οι αιτήσεις καταχώρισης εμπορικού σήματος καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών, της τάξης του 27%. Αντίστοιχα, εξαιτίας της στόχευσης ιδίως σε εξειδικευμένους κλάδους, οι καταθέσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποτελούν το 6% αυτών, ενώ ένα 2% των επιχειρήσεων αυτών, στοχεύοντας σε διττή προστασία, έχουν προχωρήσει παράλληλα σε κατάθεση εμπορικού σήματος και διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Τα άυλα περιουσιακά στοιχεία των νεοσύστατων επιχειρήσεων συνήθως υπερτερούν της φυσικής τους περιουσίας και, συνεπώς, η έγκαιρη επένδυση στη διασφάλιση καταχωρισμένων δικαιωμάτων μπορεί να αποτελέσει δείγμα εμπιστοσύνης προς τους δυνητικούς επενδυτές
Τα αποτελέσματα της μελέτης καταδεικνύουν ότι η βιοτεχνολογία είναι μακράν ο πιο εντατικά «εξοικειωμένος» με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας τομέας, με σχεδόν το 50% των νεοσύστατων επιχειρήσεων του είδους να διαθέτουν τόσο διπλώματα ευρεσιτεχνίας όσο και καταχωρισμένα εμπορικά σήματα.
Έντονη παρουσία στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας εμφανίζουν επίσης οι νεοσύστατες επιχειρήσεις των οποίων το κύριο αντικείμενο σχετίζεται με την επιστήμη και τη μηχανική. Σε αυτούς τους κλάδους, οι χρήστες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ανέρχονται στο 25% του συνόλου, ενώ αντίστοιχα οι δικαιούχοι εμπορικών σημάτων φτάνουν το 38%.
Εξίσου αξιοσημείωτη παραμένει και η θέση του κλάδου της υγειονομικής περίθαλψης στο πεδίο κατοχύρωσης των ΔΔΙ μεταξύ των λοιπών τομέων οικονομικής δραστηριότητας, καθώς οι χρήστες διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατέχουν ποσοστό 20%, ενώ οι δικαιούχοι εμπορικών σημάτων το αρκετά υψηλό ποσοστό του 40%. Τέλος, στο βιοτεχνικό – βιομηχανικό τομέα, και συγκεκριμένα στους επαγγελματίες του κλάδου των μεταποιήσεων, το 20% αυτών είναι κάτοχοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, ενώ το 36% είναι δικαιούχοι εμπορικών σημάτων, αντίστοιχα.
Τέλος, σε σχέση με την καταχώριση εμπορικών σημάτων αυτοτελώς, τα οποία συνίστανται κυρίως σε ενδείξεις που κυμαίνονται, αναλόγως του είδους της επιχείρησης, από γραφιστικά λογότυπα έως δείκτες, όπως τα χρώματα και η ίδια η εμφάνιση (διασχηματισμός) των προϊόντων, οι κλάδοι που ξεχωρίζουν είναι η βιωσιμότητα (37%), η ενέργεια (36%), η τεχνητή νοημοσύνη (36%), η γεωργία και η κτηνοτροφία (36%) και οι φυσικοί πόροι (35%).
Όσον αφορά τη γεωγραφική κατανομή των ΔΔΙ, νεοφυείς επιχειρήσεις με έδρα την Αυστρία, την Ελβετία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία, τη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τη Νορβηγία και τη Σουηδία, φέρεται ότι υποβάλλουν αιτήσεις για οποιοδήποτε δικαίωμα διανοητικής ιδιοκτησίας, με ρυθμούς πάνω από το μέσο όρο, σύμφωνα με τα ευρήματα.
Οι εταιρείες από τις ίδιες χώρες είναι επίσης πιθανότερο να προτιμήσουν να συνδυάσουν τα ΔΔΙ τους, υποβάλλοντας παράλληλα αιτήσεις για την κατοχύρωση τόσο εμπορικού σήματος, όσο και διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Μεταξύ αυτών δε, οι νεοσύστατες επιχειρήσεις στην Αυστρία, την Ελβετία, τη Γαλλία και τις Σκανδιναβικές χώρες κατέχουν τις «πρώτες θέσεις».
Όσον αφορά την Ελλάδα, η εξοικείωση των νέων επιχειρηματιών με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και τα συνακόλουθα αυτών οφέλη εξακολουθεί να τελεί γενικά υπό αμφισβήτηση. Το γεγονός αυτό άλλωστε προκύπτει αβίαστα από τα ίδια τα αποτελέσματα της έρευνας, σύμφωνα με τα οποία μόλις το 14% των νεοφυών επιχειρήσεων έχουν υποβάλει αίτηση για καταχώριση εμπορικού σήματος, ενώ το σχεδόν μηδαμινό ποσοστό του 3% αυτών έχουν αιτηθεί την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Τα εν λόγω χαμηλότατα ποσοστά αποδεικνύουν πρωτίστως το περιορισμένο ενδιαφέρον των νέων επαγγελματιών για τα εν λόγω δικαιώματα, σε συνδυασμό με τον ανυπόστατο φόβο του ενδεχόμενου κόστους υπηρεσιών -σε σχέση με τα εκτιμώμενα οφέλη- ως άμεση απόρροια της ελλιπούς ενημέρωσης που λαμβάνουν ως προς αυτά.
Όσον αφορά τώρα το κρίσιμο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η κατάθεση αιτήσεων για διπλώματα ευρεσιτεχνίας και εμπορικά σήματα αναμένεται να συνεισφέρει μεγαλύτερα ποσά χρηματοδότησης, από τα αποτελέσματα της έρευνας αυτό φαίνεται να είναι το ίδιο το στάδιο της ίδρυσης ή έστω το στάδιο της πρώιμης ανάπτυξης της νεοφυούς επιχείρησης, καθότι στην πράξη αποδεικνύεται ότι συνδέεται με υψηλότερη πιθανότητα επίτευξης μεταγενέστερης χρηματοδότησης μέσω ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων.
Σύμφωνα με τα ίδια αποτελέσματα, με την κατάθεση των εν λόγω αιτήσεων κατά το πρώιμο στάδιο λειτουργίας των startups, υπάρχει 4,3 φορές υψηλότερη πιθανότητα χρηματοδότησης για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις που κατέθεσαν αίτηση για την κατοχύρωση των εμπορικών σημάτων τους. Ενώ αντίστοιχα το ποσοστό αυτό ανέρχεται σε 6,4 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα διασφάλισης χρηματοδότησης για τις νεοσύστατες επιχειρήσεις που κατέθεσαν διπλώματα ευρεσιτεχνίας ήδη κατά το χρόνο της ίδρυσής τους.
Συνακόλουθα, από τα ευρήματα εύλογα προκύπτει ότι οι πιθανότητες ιδιωτικής χρηματοδότησης είναι ακόμα υψηλότερες για τις startup επιχειρήσεις που υπέβαλαν αιτήσεις κατοχύρωσης για ευρωπαϊκά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας σε σχέση με εκείνες που επιδιώκουν την προστασία των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους σε εθνικό μόνο επίπεδο.
Είναι γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις η «καθυστέρηση», η μη επίτευξη κατάλληλης προστασίας των άυλων αγαθών μίας νεοσύστατης επιχείρησης, ή η πλήρης παράλειψη αυτής, κατά το ιδρυτικό ή πρώιμο στάδιο λειτουργίας της, ενδέχεται να επισύρουν στη συνέχεια σειρά προβλημάτων, η αντιμετώπιση των οποίων καθίσταται δυσχερής κατά τα επόμενα στάδια της παραγωγικής λειτουργίας της. Στα σημαντικότερα από αυτά, εκτός των περιστατικών αθέμιτου ανταγωνισμού, ενδεικτικά εντάσσονται αποκλεισμός συνεργασιών και ευκαιριών άμεσης ή έμμεσης χρηματοδότησης από τους εκάστοτε ενδιαφερόμενους επενδυτές. Το αποτέλεσμα όλων αυτών πρακτικά σημαίνει ότι η «εκτεθειμένη» επιχείρηση θα πρέπει αναπόφευκτα να εμπλακεί σε συνεχείς και περίπλοκους δικαστικούς αγώνες, το κόστος των οποίων είναι πολλαπλάσια δαπανηρό σε σχέση με την a priori νομική καθοδήγηση κατά τη διαδικασία των αιτήσεων καταχώρισης και παρακολούθησης των υπό κατάθεση δικαιωμάτων. Όπως είναι φυσικό, ο συνδυασμός όλων αυτών των δυσμενών παραγόντων είναι αρκετά πιθανό να επιφέρει άμεσα σοβαρό κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξη της επιχείρησης.
Στο πλαίσιο αυτό, τα συμπεράσματα της έρευνας οδηγούν για άλλη μία φορά στην κρατούσα σύγχρονη αντίληψη ότι η ανάπτυξη κατάλληλης «στρατηγικής» διαχείρισης των δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση πρωτίστως για μικρότερες επιχειρήσεις και κυρίως για όσες επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους πέραν της εγχώριας αγοράς τους.
Στο γεγονός αυτό άλλωστε, σημαντικό ρόλο παίζει η ταχύτατη αλληλεπίδραση και διάδοση που σημειώνεται με τη χρήση εφαρμογών του διαδικτύου σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό. Είναι γεγονός ότι η ψηφιακή παρουσία των επιχειρήσεων όλων των ειδών είναι αυτή που σήμερα κερδίζει τις εντυπώσεις, εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις και προσφέροντας πρόσβαση στα παρεχόμενα προϊόντα ή υπηρεσίες της επιχείρησης σε απεριόριστο αριθμό υποψήφιων καταναλωτών ή χρηστών. Η ανάγκη προστασίας καθίσταται επομένως επιτακτική για όλες τις επιχειρήσεις που επενδύουν στην «καινοτομία» τους, ως βασικό κεφάλαιο για την περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοσή τους.
Για να διασφαλιστεί συνεπώς ένα υψηλό επίπεδο επαρκούς προστασίας, που επιτρέπει την έξοδο σε μελλοντικές στρατηγικές αγορές αλλά και ευκαιρίες επενδύσεων και χρηματοδότησης, οι επιχειρήσεις πρέπει πράγματι να είναι προετοιμασμένες, ήδη από το ξεκίνημά τους, να διαθέσουν επαρκείς πόρους για τη δημιουργία ενός διεθνούς χαρτοφυλακίου των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους.
Συμπερασματικά, σε επίπεδο μεμονωμένων επιχειρήσεων, η κατοχή διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και εμπορικών σημάτων συνδέεται με ανώτερη απόδοση όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την παραγωγικότητα (όπως μετράται με βάση την αναλογία εσόδων ανά υπάλληλο). Η σχέση αυτή είναι ακόμη ισχυρότερη, όταν τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας που έχει κατοχυρώσει η εταιρεία είναι δικαιώματα ευρωπαϊκού επιπέδου.
Οι νεοφυείς επιχειρήσεις που προχώρησαν σε κατοχυρώσεις των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους εξασφάλισαν συγκριτικά μεγαλύτερη χρηματοδότηση από εκείνες που δεν έχουν προβεί σε αντίστοιχες διαδικασίες
Αντί επιλόγου: “Η πνευματική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων κέρδισε αξία καθώς η πανδημία Covid-19 ανέτρεψε τα παραδοσιακά μοντέλα για τους λιανοπωλητές, τα εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις”, όπως ανέφερε η Wall Street Journal τον Αύγουστο του 2020, επικαλούμενη “το πρόσφατο κύμα εταιρικών πτωχεύσεων, το οποίο έδειξε ότι η διανοητική ιδιοκτησία είναι ένα από τα πιο πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει μια επιχείρηση που αγωνίζεται”. Μεταξύ άλλων, η Journal ανέφερε ότι το εμπορικό σήμα των λιανοπωλητών και άλλα άυλα περιουσιακά στοιχεία “έχουν γίνει πιο πολύτιμα λόγω της ταχείας στροφής στις ηλεκτρονικές αγορές λόγω της πανδημίας, καθώς οι αγοραστές είναι πιο πιθανό να υποστηρίξουν και να εμπιστευτούν εμπορικά σήματα που αναγνωρίζουν”, ενισχύοντας έτσι, την αξία των εμπορικών σημάτων που βρίσκονται στο παιχνίδι.
Για το 2023 και σύμφωνα με τις οικονομικές εκτιμήσεις για τα αμέσως επόμενα έτη, φαίνεται ότι οι μειωμένες δαπάνες επιχειρηματικών κεφαλαίων και οι ασθενέστερες προβλέψεις ανάπτυξης, θέτουν τέλος σε μια εποχή «εύκολης πρόσβασης σε επιχειρηματικά κεφάλαια». Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη οδηγεί ασφαλώς στο συμπέρασμα ότι “τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας αξίζουν μεγάλη προσοχή ως μέσο όχι μόνο για την αξιοποίηση της δυναμικής αξίας των πνευματικών περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων αλλά και για την ένδειξη αυτής της αξίας στους επενδυτές”.