Δίκαιο ανταγωνισμού, περιβάλλον και ενέργεια: Οι νέοι κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις

Με μια πιο ελαστική προσέγγιση ως προς τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τους τομείς του κλίματος, του περιβάλλοντος και της ενέργειας, οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούν μια ρεαλιστική θεώρηση, αποσκοπώντας στην υλοποίηση έργων και την κάλυψη των τεράστιων δαπανών που θα απαιτηθούν για την ενεργειακή μετάβαση και την επίτευξη των πράσινων στόχων της ΕΕ τις επόμενες δεκαετίες.

Tο δίκαιο ανταγωνισμού της ΕΕ απαγορεύει τις κρατικές ενισχύσεις, δηλαδή οποιοδήποτε μέτρο χρηματοδότησης κράτους-μέλους, το οποίο προέρχεται από κρατικούς πόρους, ωφελεί μια επιχείρηση και παρέχει στον δικαιούχο πλεονέκτημα που στρεβλώνει ή απειλεί να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό εντός της ΕΕ. Ωστόσο, σε αυτόν τον γενικό κανόνα υπάρχει η εξαίρεση ότι η Επιτροπή μπορεί να εγκρίνει την ενίσχυση ως συμβατή με το ευρωπαϊκό δίκαιο, όταν είναι απαραίτητη για μια εύρυθμη και δίκαιη οικονομία, όταν επομένως τα θετικά αποτελέσματά της αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Επιπλέον, ορισμένα μέτρα κρατικών ενισχύσεων καλύπτονται από τον Γενικό κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία, ο οποίος προβλέπει ορισμένες προϋποθέσεις συμβατότητας βάσει των οποίων ένα κράτος-μέλος μπορεί να εφαρμόσει συγκεκριμένες κατηγορίες κρατικών ενισχύσεων χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή.

Αν και υπήρχαν ήδη κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας (2014-2020), κρίθηκε ότι αυτές πρέπει να αναθεωρηθούν, καθώς δεν ήταν προσαρμοσμένες στις νέες τεχνολογίες, δεν αντικατόπτριζαν τους τεθειμένους στόχους της ΕΕ για το κλίμα και δεν κάλυπταν τους προβληματισμούς για τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας ενόψει των υψηλών κρατικών δαπανών που πρέπει να επενδυθούν τα επόμενα χρόνια στους τομείς της ενέργειας και της προστασίας του περιβάλλοντος.

Στο πλαίσιο αυτό, εκδόθηκαν αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές που καλύπτουν την προστασία του περιβάλλοντος, την ενέργεια αλλά και το κλίμα (Climate, Environmental Protection and Energy State Aid Guidelines – “CEEAG”), οι οποίες παρέχουν καθοδήγηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή θα αξιολογεί τη συμβατότητα των μέτρων ενίσχυσης στους παραπάνω τομείς. Στόχος της εν λόγω αναθεώρησης είναι η διεύρυνση των κατηγοριών επενδύσεων και τεχνολογιών που μπορεί να καλύψει το κράτος, ο εξορθολογισμός των υφιστάμενων κανόνων, η θέσπιση διασφαλίσεων, ώστε η ενίσχυση να κατευθύνεται αποτελεσματικά εκεί που είναι αναγκαία για την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος, και η επίτευξη συνοχής με τη νομοθεσία και τις πολιτικές της ΕΕ, ιδιαιτέρως δε με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τη δέσμη μέτρων Fit for 55.

Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές λειτουργούν παράλληλα με τον Γενικό κανονισμό απαλλαγής κατά κατηγορία, υπό την έννοια ότι καλύπτουν κυρίως μεγάλα έργα, ενώ ο Γενικός κανονισμός αφορά μικρότερα έργα που δεν χρειάζονται την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής. Παρόλο που οι CEEAG περιλαμβάνουν και ορισμένους ειδικούς κανόνες για μικρότερα έργα, η αναθεώρηση του Γενικού κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία έχει κριθεί απαραίτητη και αναμένεται να ολοκληρωθεί το προσεχές διάστημα.

Ευρύ φάσμα καλυπτόμενων επενδύσεων
Οι CEEAG είναι εκτεταμένες και καλύπτουν πολλές νέες κατηγορίες μέτρων κρατικών ενισχύσεων που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, έτσι ώστε να ενισχυθούν τεχνολογίες που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι τεχνολογίες για αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Επιπλέον, οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές στηρίζουν τη συνοχή και με άλλα νομοθετήματα της ΕΕ, όπως η Οδηγία για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η Δέσμη μέτρων για την καθαρή κινητικότητα, το Σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία και η Στρατηγική για τη βιοποικιλότητα.

Ειδικότερα, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη βελτίωση των ενεργειακών και περιβαλλοντικών επιδόσεων των κτιρίων για την υλοποίηση εκτεταμένων κτιριακών ανακαινίσεων, στη στήριξη της καθαρής κινητικότητας με κάλυψη των ενισχύσεων για την αγορά καθαρών οχημάτων και την ανάπτυξη υποδομών επαναφόρτισης και ανεφοδιασμού, στην αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων, για να καταστεί εφικτή η κυκλική οικονομία, και στην προστασία της βιοποικιλότητας και την αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων.

Οι CEEAG εξακολουθούν να εξαιρούν την πυρηνική ενέργεια από τις καλυπτόμενες ενισχύσεις, ακριβώς όπως και οι προηγούμενες κατευθυντήριες γραμμές για την προστασία του περιβάλλοντος (2014-2020). Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή θα συνεχίσει να αξιολογεί τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αφορούν την πυρηνική ενέργεια βάσει των γενικών κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Η επιλογή αυτή ακολουθήθηκε επειδή η στήριξη της πυρηνικής ενέργειας αφορά περιορισμένο αριθμό πολύ μεγάλων έργων, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη από άποψη ασφάλειας, πρέπει από νομική άποψη να λαμβάνει υπόψη ιδίως τη Συνθήκη Ευρατόμ και, ως εκ τούτου, απαιτεί κατά περίπτωση αξιολόγηση. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η στήριξη έργων που στοχεύουν στην παραγωγή άλλων πηγών ενέργειας με βάση την πυρηνική ενέργεια είναι εφικτή, εφόσον φυσικά πληρούνται τα κριτήρια συμβατότητας.

Γενικά κριτήρια συμβατότητας
Το πρώτο μέρος των CEEAG περιγράφει τα κριτήρια συμβατότητας που εφαρμόζει γενικά η Επιτροπή στις διάφορες κατηγορίες μέτρων προστασίας του περιβάλλοντος (συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του κλίματος) και ενεργειακών ενισχύσεων που καλύπτονται από τις κατευθυντήριες γραμμές. Η Επιτροπή ελέγχει αν η ενίσχυση πληροί δύο προϋποθέσεις, μία θετική και μία αρνητική.

Η θετική προϋπόθεση απαιτεί η ενίσχυση να διευκολύνει την ανάπτυξη μιας οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, θα πρέπει να αναλυθεί κατά πόσον η ενίσχυση:

  • ωφελεί την κοινωνία και συμβάλλει στην επιτυχή εφαρμογή της κλιματικής, περιβαλλοντικής και ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ.
  • λειτουργεί ως κίνητρο, παρακινώντας τον δικαιούχο να αλλάξει τη συμπεριφορά του ή να συμμετάσχει σε οικονομικές δραστηριότητες που συνάδουν με την πολιτική της ΕΕ και οι οποίες δεν θα είχαν πραγματοποιηθεί χωρίς την ενίσχυση.
  • δεν παραβιάζει το δίκαιο της ΕΕ.

Η αρνητική προϋπόθεση απαιτεί η ενίσχυση να μην αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό που να αντίκειται στο κοινό συμφέρον. Για να διαπιστώσει αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη ιδίως την αρχή της αναλογικότητας και εξετάζει κατά πόσον η κοινοποιηθείσα ενίσχυση:

  • είναι αναγκαία, δηλαδή απαιτείται για την επίτευξη του περιβαλλοντικού στόχου, επειδή η αγορά δεν θα μπορέσει να επιτύχει τον στόχο από μόνη της.
  • είναι κατάλληλη, δηλαδή δεν υπάρχει άλλη πολιτική ή άλλο μέσο ενίσχυσης που θα επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερο αντίκτυπο στο εμπόριο και τον ανταγωνισμό.
  • είναι διαφανής, υπό την έννοια ότι το κράτος-μέλος θα πρέπει να δημοσιεύει το πλήρες κείμενο του εγκεκριμένου μέτρου ενίσχυσης και πληροφορίες για κάθε μεμονωμένη ενίσχυση που υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ.
  • είναι αναλογική, δηλαδή περιορίζεται στο ελάχιστο ποσό που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του σχεδίου ή της δραστηριότητας. Καταρχήν, η ενίσχυση είναι αναλογική εάν αντιστοιχεί στο έλλειμμα χρηματοδότησης που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου του μέτρου ενίσχυσης σε σύγκριση με το αντίθετο σενάριο χωρίς ενίσχυση. Ωστόσο, δεν απαιτείται λεπτομερής αξιολόγηση του χρηματοδοτικού κενού, εάν το κράτος καθορίζει το ποσό της ενίσχυσης μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, καθώς θεωρείται δεδομένο ότι ο διαγωνισμός παρέχει μια αξιόπιστη εκτίμηση της ελάχιστης ενίσχυσης που χρειάζονται οι δυνητικοί δικαιούχοι.

Γενικά, οι CEEAG δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον ρόλο της ανταγωνιστικής υποβολής προσφορών μέσω διαγωνιστικής διαδικασίας, την οποία συμβουλεύουν τα κράτη να χρησιμοποιούν ως προεπιλεγμένο μηχανισμό για τη χορήγηση ενισχύσεων που στοχεύουν στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην καθαρή κινητικότητα. Μάλιστα, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι CEEAG επιτρέπουν ποσά ενίσχυσης έως και 100% του ελλείμματος χρηματοδότησης.

Εάν το κράτος-μέλος δεν χορηγεί την ενίσχυση μέσω διαγωνισμού, η Επιτροπή καθορίζει την αναλογικότητα της ενίσχυσης με βάση την ανάλυση του χρηματοδοτικού κενού ή, σε περιπτώσεις όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν πλήρως τα οφέλη και τα κόστη για τον δικαιούχο, με βάση ένα μέγιστο ποσό που υπολογίζεται ως ποσοστό των επιλέξιμων δαπανών και δεν επηρεάζει αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό και το εμπόριο με απαγορευμένες πρακτικές, όπως με την αύξηση των εμποδίων εισόδου σε πιο αποτελεσματικούς ή καινοτόμους δυνητικούς ανταγωνιστές ή με τη διατήρηση και ενίσχυση της ισχύος του δικαιούχου στην αγορά. Άλλωστε, οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό πρέπει να ληφθούν ιδιαιτέρως υπόψη, όταν το έργο παρέχει περιορισμένο και παροδικό όφελος, αποκλείοντας καθαρότερες τεχνολογίες που θα επιδρούσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

Στο τελικό στάδιο της αξιολόγησης των κριτηρίων συμβατότητας, η Επιτροπή προβαίνει σε στάθμιση των αρνητικών επιπτώσεων της ενίσχυσης στον ανταγωνισμό με τις θετικές συνέπειές της στις υποστηριζόμενες οικονομικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της συμβολής στην προστασία του περιβάλλοντος και στους στόχους της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ. Μόνο οι κρατικές ενισχύσεις με θετικές συνέπειες που αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις μπορούν να γίνουν δεκτές από την Επιτροπή.

Κατά τη στάθμιση αυτή, λαμβάνεται υπόψη και η αρχή της “μη πρόκλησης σημαντικής ζημίας” που διατυπώνεται στον Κανονισμό της ΕΕ για την Πράσινη Ταξινομία, η οποία καθίσταται έτσι γενικό κριτήριο για τις κρατικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει αν η οικονομική δραστηριότητα βλάπτει σημαντικά τους στόχους της ΕΕ όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την κλιματική αλλαγή, τη βιωσιμότητα, την ανακύκλωση, την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης και τη βιοποικιλότητα. Έτσι, η Επιτροπή είναι απίθανο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι κρατικές ενισχύσεις που στηρίζουν τα ορυκτά καύσιμα έχουν καθαρό θετικό αποτέλεσμα. Το ίδιο ισχύει και για τα μέτρα που αφορούν νέες επενδύσεις σε φυσικό αέριο, εκτός εάν το κράτος-μέλος αποδείξει ότι η ενίσχυση δεν δεσμεύει το κράτος στην τεχνολογία του φυσικού αερίου. Υπό αυτή την έννοια, ο Κανονισμός της Πράσινης Ταξινομίας γίνεται ένα χρήσιμο εργαλείο για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων εντός της ΕΕ, αφού αυτή η αξιολόγηση απλουστεύεται, όταν τα προς ενίσχυση μέτρα πληρούν τις απαιτήσεις του Κανονισμού.

Ενισχύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
Το δεύτερο τεχνικό μέρος των CEEAG περιγράφει συγκεκριμένα κριτήρια συμβατότητας που ισχύουν για τις 13 κατηγορίες ενισχύσεων που καλύπτουν οι κατευθυντήριες γραμμές. Όπως προαναφέρθηκε, οι κατηγορίες αυτές καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα περιβαλλοντικών και ενεργειακών έργων. Ένα από τα κυριότερα σημεία αναφοράς είναι το νέο τμήμα που αφορά τις ενισχύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Οι CEEAG ορίζουν ευρέως την εν λόγω κατηγορία ενισχύσεων, ώστε να περιλαμβάνει τη χρηματοδοτική στήριξη όλων των τεχνολογιών που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των εκπομπών, συμπεριλαμβανομένων των ενισχύσεων για όλους τους τύπους ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την παραγωγή ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα (όπως το υδρογόνο), την ενεργειακή απόδοση, τη μείωση ή την αποφυγή εκπομπών που προκύπτουν από βιομηχανικές διαδικασίες και τον εξηλεκτρισμό.

Οι νέες κατευθυντήριες γραμμές απαιτούν από τα κράτη-μέλη να διεξάγουν δημόσια διαβούλευση σχετικά με τον ανταγωνιστικό αντίκτυπο και την αναλογικότητα των μεγάλων μέτρων ενίσχυσης στο πλαίσιο αυτής της κατηγορίας έργων. Η δημόσια διαβούλευση αποσκοπεί στην αύξηση της συμμετοχής των ενδιαφερομένων στον σχεδιασμό των εν λόγω μέτρων, ενισχύοντας τη συμμετοχικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας. Επιπλέον, οι ενισχύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου θα πρέπει γενικά να χορηγούνται μέσω ανταγωνιστικής διαδικασίας υποβολής προσφορών.

Αναφέρεται, επίσης, ότι οι ενισχύσεις για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου δεν πρέπει να δεσμεύουν ορισμένες τεχνολογίες ή να εκτοπίζουν τις επενδύσεις σε καθαρότερες εναλλακτικές λύσεις. Ως εκ τούτου, οι κανόνες των CEEAG υποδεικνύουν στην Επιτροπή να επαληθεύει ότι το μέτρο ενίσχυσης δεν ενθαρρύνει ή παρατείνει την κατανάλωση ενέργειας με βάση τα ορυκτά καύσιμα, τα οποία θεωρούνται πλήρως ασύμβατα με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ. Όσον αφορά στο φυσικό αέριο, το οποίο θεωρείται ειδική περίπτωση που λειτουργεί ως γέφυρα στην πορεία προς την επικράτηση των ΑΠΕ, οι CEEAG επιτρέπουν την έγκριση ενισχύσεων για νέες επενδύσεις στο φυσικό αέριο, μόνο αν το κράτος-μέλος αποδείξει ότι οι επενδύσεις αυτές συμβάλλουν στην επίτευξη των ευρωπαϊκών κλιματικών στόχων για το 2030 και το 2050. Για παράδειγμα, η απόδειξη αυτή μπορεί να βασίζεται σε δέσμευση του δικαιούχου να αντικαταστήσει το φυσικό αέριο με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή να κλείσει τη μονάδα σε χρονοδιάγραμμα που συνάδει με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ.

Συμπερασματικά
Οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα του κλίματος, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας δίνουν μεγάλη έμφαση στην ευθυγράμμιση του δικαίου του ανταγωνισμού με τις τρέχουσες ανάγκες σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Με δεδομένο ότι οι στόχοι της ΕΕ για το κλίμα μέχρι το 2030 και το 2050 είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι και απαιτούν από τα κράτη-μέλη σημαντικές δαπάνες για την επίτευξή τους, η χαλάρωση των αυστηρών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις ήταν μονόδρομος.

Στα πλαίσια, μάλιστα, της ενεργειακής κρίσης και της εντατικοποίησης του αιτήματος για απεξάρτηση της ΕΕ από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, η συμμετοχή των κρατών και των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρότερων, στη ραγδαία πράσινη μετάβαση μπορεί να γίνει μόνο με μέτρα στήριξης που βοηθούν στη γρήγορη και την πλήρη προσαρμογή. Σηματοδοτείται έτσι μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την προσήλωση στη μη στρέβλωση του ανταγωνισμού σε μια ευρύτερη προοπτική που βλέπει με ρεαλισμό και πολυπρισματική θεώρηση την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που τίθενται από τις συνθήκες που επικρατούν.


  • Πώς κρίνετε τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του κλίματος, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας (CEEAG); Θεωρείτε ότι είναι επαρκείς, για να καλύψουν την τεράστια ανάγκη για επιδοτήσεις στους παραπάνω τομείς;
Φοίβη Κουντούρη, Καθηγήτρια Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών | Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Ένωσης Οικονομολόγων Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων | Συν-πρόεδρος στο Ελληνικό Δίκτυο Λύσεων για την Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών (UN Sustainable Development Solutions Network)

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η 2η Ετήσια Έκθεση μας ως Ομάδα Εργασίας του Δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης Ευρώπης (SDSN Europe) για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ΕΠΣ) και των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ). Μεταξύ των βασικών θεμάτων της Έκθεσης βρίσκεται η επισκόπηση των Πολιτικών που απορρέουν από την ΕΠΣ, καθώς και η ανάλυση των κρίσιμων οικονομικών επιπτώσεων της Μετάβασης στη Βιωσιμότητα.

Οι CEEAG ενσωματώνουν τους στόχους της ΕΠΣ για μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 έως το 2030. Αυτοί οι νέοι κανόνες κρατικών ενισχύσεων δημιουργούν ένα ευέλικτο πλαίσιο που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να παρέχουν την απαραίτητη υποστήριξη για την υλοποίηση της ΕΠΣ στοχευμένα και αποτελεσματικά.

Επίσης, οι CEEAG προβλέπουν υψηλότερο ποσό ενίσχυσης σε περισσότερες κατηγορίες έργων για την προστασία του κλίματος, του περιβάλλοντος και της παραγωγής πράσινης ενέργειας, σε σχέση με πριν. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), μέτρα ενεργειακής απόδοσης κτιρίων, καθαρές μετακινήσεις, μείωση της ρύπανσης, ενίσχυση της κυκλικής οικονομίας, πέρα από την απλή διαχείριση των αποβλήτων που προβλέπεται στις EEAG, μελέτες ή συμβουλευτικές υπηρεσίες σε θέματα που σχετίζονται με το κλίμα, την προστασία του περιβάλλοντος και την ενέργεια, αποκατάσταση περιβαλλοντικών ζημιών, προστασία ή αποκατάσταση της βιοποικιλότητας και εφαρμογή λύσεων βασισμένων στη φύση για την προσαρμογή και τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και άλλα.

Συμπερασματικά, είναι πολύ θετικό ότι οι CEEAG θα επιτρέψουν περισσότερες δημόσιες επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος και την υποστήριξη της πράσινης ενέργειας, σε σχέση με τις προηγούμενες EEAG.


Αλεξία Τροκούδη, Δικηγόρος, Διευθύντρια Νομικής Υποστήριξης, Ρυθμιστικών Θεμάτων και holdings, ΕΛΠΕ

Oι προσφάτως θεσμοθετημένες “Κατευθυντήριες γραμμές του 2022 για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του κλίματος, της προστασίας του περιβάλλοντος και της ενέργειας” (CEEAG) βαδίζουν προς την κατεύθυνση που έχει προδιαγραφεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019, ήτοι την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Το πεδίο εφαρμογής των CEEAG επεκτείνεται σημαντικά, ώστε να αντικατοπτρίζει τους στόχους της Πράσινης Συμφωνίας, περιλαμβάνοντας νέους τομείς, όπως οι οικονομικές δραστηριότητες που στοχεύουν στην απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα, την προώθηση της καθαρής κινητικότητας, τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στα κτίρια και τη στήριξη της κυκλικής οικονομίας μεταξύ άλλων. Στο πλαίσιο αυτό και αναφορικά με τις επιδοτήσεις στον τομέα των ΑΠΕ, δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη κατηγορία ενισχύσεων που προβλέπεται με τις CEEAG είναι η στήριξη της ανανεώσιμης ενέργειας ως του κατεξοχήν τρόπου για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ενόψει της επίτευξης των ευρωπαϊκών κλιματικών στόχων για το 2030 και τη κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Παράλληλα, γίνεται και ρητή αναφορά στην ενίσχυση και της τεχνολογίας αποθήκευσης ενέργειας. Επιπροσθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι τα μέτρα ενίσχυσης θα πρέπει να τίθενται προηγουμένως σε δημόσια διαβούλευση και να χορηγούνται, κατά κανόνα, μέσω ανταγωνιστικής διαδικασίας υποβολής προσφορών, ώστε οι στόχοι κάθε μέτρου ενίσχυσης να επιτευχθούν αναλογικά με τη μικρότερη δυνατή στρέβλωση του ανταγωνισμού και του εμπορίου. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται η ενίσχυση των έργων ΑΠΕ με διαφάνεια και τον οικονομικότερο δυνατό τρόπο. Ως όμιλος που δραστηριοποιείται και στις ανανεώσιμες πηγές θα σεβαστούμε το πλαίσιο και θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε κάθε δυνατή νόμιμη ευκαιρία που δίδεται από αυτό προς μεγιστοποίηση του “πράσινου αποτυπώματος και εσόδων” της εταιρείας μας.


Δήμητρα Χατζηαρσενίου, Head of Legal Department, ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Α.Β.Ε.Τ.Ε., Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ

Για την υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που αποτελεί πρώτη προτεραιότητα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα απαιτηθούν σημαντικά κεφάλαια και οι νέες κατευθυντήριες γραμμές θέτουν ένα αναθεωρημένο πλαίσιο για τη διάθεση των κεφαλαίων αυτών προς την επίτευξη του στόχου της ενεργειακής μετάβασης. Παρά τη μείωση της μέγιστης έντασης της ενίσχυσης, οι κατευθυντήριες γραμμές διευρύνουν τις κατηγορίες επενδύσεων και τεχνολογιών που μπορούν να τύχουν ενίσχυσης, στις οποίες περιλαμβάνονται ρητά οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς και έργα ΑΠΕ υλοποιούμενα από ενεργειακές κοινότητες. Εναπόκειται, συνεπώς, στο Ελληνικό Κράτος να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές για την υλοποίηση έργων, τα οποία, μάλιστα, μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί και πρέπει να αξιοποιηθεί προς τον σκοπό αυτό και το τελευταίο διαθέσιμο ευρώ.


Οι ενισχύσεις αυτές είναι στη σωστή κατεύθυνση. Βέβαια, προκαλεί απορία η συνέργειά τους και η σύνδεσή τους με την Ταξινομία της ΕΕ, καθώς και με την ενίοτε προβληματική εφαρμογή της αρχής της “μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης”, κατά την εξισορρόπηση των θετικών και αρνητικών συνεπειών της ενίσχυσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ένα θετικό σημείο των κατευθυντήριων γραμμών είναι η μη στήριξη της πυρηνικής ενέργειας και η στήριξη σε δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας, με έμφαση στον κτιριακό τομέα, ο οποίος είναι υπεύθυνος περίπου για το 45% της τελικής συνολικής κατανάλωσης ενέργειας. Παρόλα αυτά, μία πιο αποδοτική χρήση των ευρωπαϊκών πόρων, δηλαδή στην ουσία των χρημάτων των Ευρωπαίων πολιτών, απαιτεί άρση της στήριξης σε έργα και υποδομές ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου και του ορυκτού αερίου, όσο πιο άμεσα γίνεται. Η στήριξη αυτή πηγαίνει τις επιδοτήσεις στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που επιβάλλεται για την άμεση και ουσιαστική προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος. Εφόσον οι επιδοτήσεις σταματήσουν να χρηματοδοτούν τέτοιες μη ωφέλιμες επενδύσεις, θα καλυφθούν επαρκέστερα άλλες ανάγκες. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πλέον τόσο οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο και η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελούν τις πλέον οικονομικά (και ενεργειακά) αποδοτικές επενδύσεις.
Greenpeace, Ομάδα ελληνικού γραφείου