Οι επιχειρήσεις που καταφέρνουν να ενσωματώσουν επιτυχώς τα κριτήρια ESG στην επιχειρηματική τους στρατηγική και να συμμορφώνονται με το δίκαιο ανταγωνισμού μπορούν να επωφεληθούν από μια σειρά πλεονεκτημάτων, όπως η αύξηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και η βελτίωση της φήμης τους. Το πρόβλημα είναι ότι οι δύο αυτοί στόχοι είναι συχνά αντικρουόμενοι και η αγορά το γνωρίζει καλά.
Tο τελευταίο διάστημα παρατηρείται έντονος προβληματισμός από πολλές εταιρείες και φορείς σε όλη την Ευρώπη αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στις επιταγές και απαιτήσεις του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού και τις προσπάθειες για την επίτευξη της βιωσιμότητας και της συμμόρφωσης με τα κριτήρια ESG. Η σχέση αυτή δεν είναι απλή, καθώς οι δύο αυτοί τομείς φαίνεται συχνά να κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις, με τις επιχειρήσεις να βρίσκονται στο επίκεντρο αυτής της αντιπαράθεσης.
Από τη μία, το δίκαιο του ανταγωνισμού στοχεύει στην προώθηση της ελεύθερης και χωρίς στρεβλώσεις λειτουργίας της αγοράς, ενώ από την άλλη, τα κριτήρια ESG ζητούν από τις επιχειρήσεις να αναλάβουν δράση για τη βιωσιμότητα, τη διαφάνεια και την κοινωνική υπευθυνότητα. Για να μπορέσει αυτό να καταστεί εφικτό, είναι σε πολλές περιπτώσεις απαραίτητη η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, οι οποίες όμως σε πολλές περιπτώσεις διστάζουν να προχωρήσουν λόγω φόβου παραβίασης των κανόνων του ανταγωνισμού.
Ανταγωνισμός και ESG: Μια αμφίπλευρη σχέση γεμάτη προκλήσεις
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η προώθηση των κριτηρίων ESG αποτελούν τις δύο κυριότερες συνιστώσες στη λειτουργία της αγοράς σήμερα. Ωστόσο, κάθε συνιστώσα μπορεί να δράσει επιζήμια για την άλλη και προς το παρόν δεν υπάρχει σαφής λύση για αυτό.
Η περιβαλλοντική διάσταση των κριτηρίων ESG επιβάλλει στις επιχειρήσεις να υιοθετήσουν πρακτικές φιλικές προς το περιβάλλον, ενώ η κοινωνική διάσταση επικεντρώνεται σε ζητήματα, όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ισότητα και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Επιπλέον, η διάσταση διακυβέρνησης των κριτηρίων ESG απαιτεί διαφάνεια και ευθύνη στη διοίκηση των επιχειρήσεων, με την υιοθέτηση πρακτικών καλής διακυβέρνησης. Και οι τρεις διαστάσεις αυξάνουν το κόστος συμμόρφωσης, κάτι που μπορεί να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην αγορά, ενώ παράλληλα οι συνεχείς αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο δημιουργούν αβεβαιότητα και περαιτέρω κόστος.
Από την άλλη, βέβαια, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG δημιουργεί ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, όπως επισημαίνει η Αντιγόνη Βαφείδου, Υποδιεθύντρια Διεύθυνσης Κανονιστικής Συμμόρφωσης, ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε.: «Η χρηστή Εταιρική Διακυβέρνηση συνιστά το θεμέλιο λίθο επάνω στον οποίο δομείται η αποτελεσματική εταιρική οργάνωση και υγιής επενδυτική εξωστρέφεια, με συμφυόμενους μηχανισμούς αυτοΐασης, όπως π.χ. ο εσωτερικός έλεγχος του οργάνου του Δ.Σ κλπ. Συνακόλουθα, λοιπόν, με την εξασφάλιση εχέγγυων διαφάνειας και βέλτιστης μετοχικής εκπροσώπησης, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την εταιρεία που διοικείται υπό χρηστή Εταιρική Διακυβέρνηση τονώνεται σημαντικά και συμπαρασύρει θετικά και τους λοιπούς συμπαίκτες σε παρόμοιο μοτίβο».
Στον αντίποδα αλλά και ως συνέχεια του φαύλου κύκλου, η υιοθέτηση βιώσιμων και υπεύθυνων πρακτικών απαιτεί σημαντικές και ευρείες συνεργασίες μεταξύ των εταιρειών. Όμως, αυτές οι συνεργασίες δεν είναι καθόλου δεδομένες ούτε εύκολα υλοποιήσιμες, καθώς μπορεί να θεωρηθούν ως περιορισμοί του ανταγωνισμού. Όσο, όμως, δεν ενθαρρύνονται οι συνεργασίες, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να προωθηθούν οι συγκεκριμένες πρακτικές και τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος συμμόρφωσης, επηρεάζοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη ρυθμιζόμενη δραστηριότητα, η συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG και συνεπώς οι απαιτούμενες συνεργασίες δεν είναι απλώς μια υγιής πρακτική, αλλά επιβάλλεται από τον ίδιο τον νομοθέτη, επιτείνοντας τη δυσκολία των επιχειρήσεων να επιτύχουν απρόσκοπτα την κανονιστική τους συμμόρφωση. «Η παραδοχή ότι όλες οι επιχειρήσεις οφείλουν να προωθούν και να εφαρμόζουν τα κριτήρια ESG ως καλή επιχειρηματική πρακτική ασχέτως νομοθετικών προβλέψεων, θα πρέπει να γίνει βάση της σχετικής συζήτησης. Η επιχειρηματική δραστηριότητα στην ΕΕ και στην Ελλάδα θα μπορούσε να διακριθεί σε ρυθμιζόμενη και μη ρυθμιζόμενη δραστηριότητα ως προς τα κριτήρια ESG. Υπάρχουν δηλαδή κατηγορίες επιχειρήσεων, όπως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας οι οποίες υποχρεούνται από την Άδεια Λειτουργίας τους να συμμορφώνονται με τα κριτήρια ESG.» αναφέρει η Κατερίνα Πατσαντάρα, General Counsel, Gastrade.
Νομοθετικό πλαίσιο και κατευθυντήριες αρχές
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εκδώσει κατευθυντήριες αρχές για την ενσωμάτωση των κριτηρίων ESG στις επιχειρηματικές πρακτικές, χωρίς να παραβιάζεται το δίκαιο του ανταγωνισμού. Αυτές οι κατευθυντήριες αρχές εκδόθηκαν σταδιακά στο πλαίσιο διάφορων νομοθετικών και κανονιστικών πρωτοβουλιών.
Οι κυριότερες νομοθετικές πρωτοβουλίες που διαλαμβάνουν το ζήτημα της προώθησης των ESG κριτηρίων στα πλαίσια του σεβασμού του ελεύθερου ανταγωνισμού είναι οι εξής:
- Οδηγία για τη γνωστοποίηση μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (NFRD): Υιοθετήθηκε το 2014 και απαιτεί από μεγάλες εταιρείες να δημοσιεύουν πληροφορίες σχετικά με τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις και τις πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης, προάγοντας τη διαφάνεια και την υπευθυνότητα των επιχειρήσεων.
- Κανονισμός για τη θέσπιση πλαισίου για τη διευκόλυνση των βιώσιμων επενδύσεων (Taxonomy): Η εφαρμογή του ξεκίνησε το 2020 και καθορίζει τα κριτήρια για την αναγνώριση των βιώσιμων οικονομικών δραστηριοτήτων, διασφαλίζοντας ότι οι επενδύσεις που δηλώνονται ως βιώσιμες πληρούν αυστηρά πρότυπα.
- Κανονισμός περί γνωστοποιήσεων αειφορίας στον τομέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (SFDR): Από το 2021, οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να γνωστοποιούν πώς ενσωματώνουν τους ESG παράγοντες στις επενδυτικές τους αποφάσεις, ενισχύοντας έτσι τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
- Κανονισμός για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (CRA): Ήδη από το 2009, οι οίκοι αξιολόγησης πρέπει να ενσωματώνουν τα κριτήρια ESG στις αξιολογήσεις τους και να παρέχουν σαφείς και επαληθεύσιμες πληροφορίες.
- Κανονισμός για το ευρωπαϊκό πρότυπο πράσινων ομολόγων (Green Bond Standard): Η εφαρμογή του ξεκινάει στο τέλος του 2024, καθορίζοντας ενιαίες απαιτήσεις για την έκδοση περιβαλλοντικά βιώσιμων ομολόγων.
- Πακέτο βιώσιμης χρηματοδότησης: Δημοσιεύθηκε το 2023 και παρέχει δέσμη μέτρων που ενισχύουν και επεκτείνουν το πλαίσιο διαφάνειας και σαφήνειας που πρέπει να διέπει τη χρηματοδότηση των εταιρειών με βάση κριτήρια βιωσιμότητας. Πρόκειται για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του Κανονισμού Taxonomy και την πρόταση Κανονισμού για τις αξιολογήσεις των κριτηρίων ESG.
Οι βασικές αρχές που διέπουν τη σχέση ελεύθερου ανταγωνισμού και ESG
Οι κυριότερες αρχές που προκύπτουν από τα ανωτέρω νομοθετικά κείμενα αποτυπώνουν το πώς αντιλαμβάνεται ο Ευρωπαίος νομοθέτης τη δυναμική σχέση ανάμεσα στη διασφάλιση της ελεύθερης αγοράς και την ενίσχυση της λειτουργίας της αγοράς με ESG παράγοντες. Οι αρχές αυτές ξεκαθαρίζουν ότι η προώθηση της βιώσιμης και υπεύθυνης λειτουργίας των επιχειρήσεων είναι μεν συνιστώσα σπουδαίας σημασίας στη σύγχρονη εποχή, όμως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για πρακτικές που νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Όσο δεν ενθαρρύνονται οι συνεργασίες, τόσο πιο δύσκολο είναι να προωθηθούν οι βιώσιμες πρακτικές και τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος συμμόρφωσης, επηρεάζοντας την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων
Συνεργασίες για Περιβαλλοντικούς Στόχους
Οι επιχειρήσεις ενθαρρύνονται να συνεργάζονται για την επίτευξη κοινών περιβαλλοντικών στόχων, όπως η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Η συνεργασία αυτή πρέπει να είναι διαφανής και να μην οδηγεί σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές, όπως καρτέλ ή μονοπωλιακές δομές.
Προώθηση της συνεργασίας για περιβαλλοντικούς στόχους
Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι οι επιχειρήσεις μπορούν να συνεργαστούν για την επίτευξη κοινών περιβαλλοντικών στόχων, όπως η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητάς τους. Η συνεργασία αυτή πρέπει να είναι διαφανής και να μην οδηγεί σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές.
Διευκόλυνση της πρόσβασης σε βιώσιμες τεχνολογίες
Οι επιχειρήσεις μπορούν να μοιράζονται τεχνολογίες και καινοτομίες που προωθούν τη βιωσιμότητα. Η Επιτροπή ενθαρρύνει αυτή την πρακτική υπό την προϋπόθεση ότι οι τεχνολογίες αυτές είναι διαθέσιμες σε όλους τους ανταγωνιστές και δεν χρησιμοποιούνται για τον αποκλεισμό τους από την αγορά.
Διάχυση της πληροφορίας για τις πράσινες πρακτικές
Η διάχυση πληροφοριών για πράσινες και βιώσιμες πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων είναι απαραίτητη για την επίτευξη των κριτηρίων ESG. Στόχος είναι η ενθάρρυνση των επιχειρήσεων να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τις βέλτιστες πρακτικές, αρκεί αυτό να γίνεται με τρόπο που δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό.
Προώθηση της διαφάνειας και της λογοδοσίας
Οι επιχειρήσεις πρέπει να είναι διαφανείς στις δράσεις τους και να λογοδοτούν για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις. Υποστηρίζεται η ανάπτυξη κοινών προτύπων αναφοράς και διαφάνειας που επιτρέπουν τη σύγκριση των επιδόσεων των επιχειρήσεων, με τρόπο που εξασφαλίζει τον υγιή ανταγωνισμό. Άλλωστε, η υψηλότερη διαφάνεια είναι αυτή που μπορεί να ισορροπήσει την ανάγκη για συζεύξεις μεταξύ των εταιρειών με την αποφυγή θολών διεργασιών για τη δημιουργία μονοπωλίων.
Δίκαιη πρόσβαση στις αγορές
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προωθεί την ίση πρόσβαση στις αγορές για όλες τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι κατευθυντήριες αρχές υποστηρίζουν ότι οι βιώσιμες πρακτικές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως εμπόδιο για την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά.
Καθοδήγηση από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού
Γίνεται ξεκάθαρο ότι η δυνατότητα συμμόρφωσης με τα κριτήρια ESG χωρίς να παραβιάζεται το ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού είναι μια πολύπλοκη εξίσωση για τις επιχειρήσεις. Για αυτό το λόγο, η Επιτροπή στις κατευθυντήριες αρχές της ενθαρρύνει τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού να παρέχουν καθοδήγηση στις επιχειρήσεις σχετικά με το πώς μπορούν να επιτύχουν τη συμμόρφωσή τους.
Υποστήριξη καινοτομίας και έρευνας
Η προώθηση της καινοτομίας και της έρευνας ανήκει στους βασικούς πυλώνες της λειτουργίας της ΕΕ, κάτι που αποτυπώνεται σε πληθώρα νομοθετικών κειμένων και αναπτυξιακών προγραμμάτων. Βέβαια, παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφές το πώς μπορούν να γίνουν επενδύσεις ευρείας κλίμακας, χωρίς συνεργασίες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε δεσπόζουσα θέση στην αγορά.
Η ασάφεια του πλαισίου που επιτείνει την αβεβαιότητα
Αν και έχουν γίνει προσπάθειες να αποσαφηνιστεί η σχέση μεταξύ ελεύθερου ανταγωνισμού και κριτηρίων ESG, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος, μέχρι να επιτευχθεί βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου.
Όπως εξηγεί η Ευανθία Τσίρη, Δικηγόρος, Senior Partner της δικηγορικής εταιρείας «ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ», οι ασάφειες είναι ακόμη πολλές και απαιτείται να ενταχθούν περισσότερο σε αυτή την προσπάθεια και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού: «Οι Κατευθύνσεις δεν είναι ενθαρρυντικές για τις επιχειρήσεις, καθώς είναι κατά βάση γενικού περιεχομένου και προκαλούν αβεβαιότητα ως προς την εφαρμογή τους. Υπό το πρίσμα του άρθρου 101(3) ΣΛΕΕ, για παράδειγμα, οι καταναλωτές πρέπει να λαμβάνουν δίκαιο τμήμα από τα εικαζόμενα οφέλη βιωσιμότητας, χωρίς όμως να λαμβάνονται υπόψη οφέλη που μπορεί να προκύπτουν σε ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας. Αυτό είναι μεν εφικτό στην περίπτωση των συλλογικών οφελών, ωστόσο τίθεται ως προϋπόθεση οι καταναλωτές στη σχετική αγορά να αλληλεπικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό με την ομάδα των δικαιούχων ή να αποτελούν μέρος αυτής εκτός της σχετικής αγοράς. Μια πιο ευέλικτη και συμπεριληπτική προσέγγιση, και με γνώμονα τις κατευθύνσεις των εθνικών αρχών ανταγωνισμού σε θέματα ESG, θα παρακινούσε τις επιχειρήσεις σε περισσότερες συνεργασίες βιωσιμότητας».
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αποσαφηνιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο το κανονιστικό πλαίσιο, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να παύσουν να είναι διστακτικές. «Η αποτελεσματικότερη προώθηση των κριτηρίων ESG ως απώτερος στόχος πολλές φορές έχει πράγματι ως απόρροια τη διστακτικότητα των επιχειρήσεων να προχωρήσουν σε κομβικές και πολύτιμες συνεργασίες. Και αυτό αποδεικνύει ότι οι κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα έχουν ακόμη αρκετό περιθώριο, ώστε να αποτυπωθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια, ακρίβεια και επάρκεια. Μάλιστα, όσο περισσότερο το οικείο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ αποσαφηνίζει τις “γκρίζες ζώνες” της Κανονιστικής Συμμόρφωσης, τόσο περισσότερο εισφέρει στην αποτελεσματική προώθησή της.» τονίζει η Α. Βαφείδου.
Συμπερασματικά
Η σχέση ανάμεσα στο δίκαιο ανταγωνισμού και τα κριτήρια ESG αναμένεται να εξελιχθεί περαιτέρω τα επόμενα χρόνια, με την ανάπτυξη νέων ρυθμιστικών πλαισίων και την προσαρμογή των υφιστάμενων. Οι επιχειρήσεις θα χρειαστεί να παρακολουθούν στενά αυτές τις εξελίξεις και να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους ανάλογα. Επιπλέον, η συνεργασία μεταξύ των επιχειρήσεων, των ρυθμιστικών αρχών και των άλλων ενδιαφερόμενων μερών θα είναι καθοριστική για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας και την προστασία του ανταγωνισμού.
Πρόκειται οπωσδήποτε για μια πολυσύνθετη πρόκληση, καθώς εκ πρώτης άποψης οι αντιμονοπωλιακές απαιτήσεις φαίνονται συγκρουόμενες με την ανάγκη συνεργασίας των επιχειρήσεων στον στόχο προς μια πιο βιώσιμη και κοινωνικά υπεύθυνη αγορά. Η επίτευξη της βιωσιμότητας και της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς απαιτεί συνεχή διάλογο, συνεργασία και προσαρμοστικότητα από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.