Η ψευδοερμηνευτική διάταξη του Ν. 4786/2021 περί αποποίησης της κληρονομίας από ανηλίκους επεκτείνει αδικαιολόγητα την προθεσμία αποποίησης και δημιουργεί προβλήματα συνταγματικότητας και ασφάλειας δικαίου σε ένα ζήτημα, για το οποίο ουδέποτε υπήρξε ασάφεια στη νομική θεωρία.
Το άρθρο 35 του Ν. 4786/2021
Με μια ρύθμιση “θαμμένη” σε ένα νόμο με εντελώς διαφορετικό κύριο αντικείμενο, προβλέπεται μια ειδική ρύθμιση για την προθεσμία αποποίησης για ανηλίκους στους οποίους επάγεται μια κληρονομία.
Με τη διάταξη του άρθρου 35 του Ν. 4786/2021 (Α’ 43) που τιτλοφορείται ως “Ερμηνευτική διάταξη για κληρονόμους που ενηλικιώνονται” ορίζεται ότι “(κ)ατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία.” Κατά την αιτιολογική έκθεση της διάταξης αυτής, “με την προτεινόμενη ερμηνευτική ρύθμιση (βάσει του άρθρου 77 του Συντάγματος), αποσαφηνίζεται, προς άρση πάσης τυχόν αμφιβολίας, ότι, εφόσον ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής μέχρι τη συμπλήρωση ενός (1) έτους αφότου ενηλικιώθηκε, δικαιούται, εντός της ετήσιας αυτής προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ, να αποποιηθεί την κληρονομία.”
Η διάταξη αυτή έχει επικριθεί από τη θεωρία και τη νομολογία ήδη από το πρώτο χρονικό διάστημα εφαρμογής της, και δικαιολογημένα. Δεν συνιστά μια γνήσια ερμηνευτική διάταξη, αλλά έναν ψευδοερμηνευτικό νόμο, ο οποίος με το πρόσχημα της δήθεν επίλυσης ενός ζητήματος που έχει διχάσει τη νομολογία – του ζητήματος της προθεσμίας αποποίησης από έναν ανήλικο κληρονόμο – ουσιαστικά εισάγει μία καινή ρύθμιση στο σύστημα του κληρονομικού δικαίου, η οποία επεκτείνει την προθεσμία αποποίησης, όταν ο καλούμενος κληρονόμος είναι ανήλικος στο διάστημα του ενός έτους μετά την ενηλικίωσή του, ενώ για όλους τους λοιπούς κληρονόμους η προθεσμία αποποίησης ανέρχεται σε τέσσερις μήνες από τη γνώση της επαγωγής και του λόγου της, και της δημοσίευσης της διαθήκης.
Η αποποίηση της κληρονομίας γενικά
Σύμφωνα με το σύστημα του ΑΚ, η κτήση της κληρονομίας από τον ad hoc καλούμενο γίνεται αυτοδίκαια, με τη διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης. Με το άρθρο 1847 παρ. 1 ΑΚ παρέχεται στον κληρονόμο προσωποπαγές δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, έστω και αν με την αποποίηση βλάπτονται τα συμφέροντα δανειστών του, διότι κατά την αντίληψη του νομοθέτη ουδείς δύναται να αναγκασθεί σε αποδοχή της, η δε αποποίηση πρέπει να γίνει με μονομερή δήλωση μη απευθυντέα, υποβαλλομένη στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας (ΑΚ 1848 παρ. 1), εντός αποκλειστικής προθεσμίας, η οποία καταρχήν ορίζεται σε τέσσερις μήνες από την εκ μέρους του κληρονόμου γνώση της επαγωγής και του λόγου της, αλλά αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία της αποποίησης είναι ενός έτους.
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης αποβλέπει αφενός στην ασφάλεια του δικαίου και ιδίως στην προστασία των δανειστών της κληρονομίας, οι οποίοι πρέπει να πληροφορηθούν σε εύλογο χρόνο τον κληρονόμο, κατά του οποίου μπορούν να στραφούν προς ικανοποίησή τους και αφετέρου στην προστασία του κληρονόμου στον οποίο πρέπει να παρέχεται ικανός χρόνος προς ενημέρωσή του περί της κατάστασης και ιδίως των χρεών της κληρονομίας, ώστε να αποφασίσει συνειδητά αν θα την αποδεχθεί ή θα την αποκρούσει.
Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Με την έννοια αυτή, όταν πρόκειται για διαδοχή εξ αδιαθέτου, οπότε ο δικαιολογητικός αυτής λόγος της συγγενικής σχέσης μεταξύ κληρονομούμενου και κληρονόμου είναι από την αρχή δεδομένος και γνωστός στον τελευταίο, η τετράμηνη προθεσμία προς αποποίηση αρχίζει από τη γνώση του κληρονόμου του χρόνου του θανάτου του κληρονομούμενου συγγενούς του, εκτός συνδρομής μεταγενεστέρων της επαγωγής γεγονότων, με ενδεικτική αναφορά εκείνου της αποποίησης της κληρονομίας.
Στην περίπτωση αυτή της νομότυπης και εμπρόθεσμης αποποίησης της επαχθείσας στον κληρονόμο κληρονομίας, η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή της κληρονομίας αναιρείται, ως μη γενόμενη, και κατά συνέπεια επάγεται σ’ εκείνον ο οποίος θα εκαλείτο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν ο αποποιηθείς δεν ζούσε κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας του θανάτου του κληρονομούμενου, στον οποίο ανατρέχει η επαγωγή (AK 1856). Παρά ταύτα, η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομίας δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομούμενου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, μεταγενέστερο αυτού γεγονός με το οποίο συνδέεται η επαγωγή της κληρονομίας.
Η αποποίηση από ανήλικο δια των νομίμων αντιπροσώπων του μέχρι το Ν. 4786/2021
Αναφορικά με την αποποίηση της κληρονομίας από ανήλικο, αυτή σύμφωνα με όσα διδαχθήκαμε, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1526 και 1625 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1510 επ. ΑΚ. Διενεργείται από τους ασκούντες τη γονική μέριμνα, μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου.
Ωστόσο, όταν ανήλικος καλείται σε μια κληρονομία, η προθεσμία της αποποίησης τρέχει, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, και κατά προσώπων ανικάνων προς δικαιοπραξία, όμως αυτή διακόπτεται για όσους λόγους ισχύουν επί παραγραφής. Τα γεγονότα της γνώσης της επαγωγής (υπό την έννοια της βάσιμης πληροφόρησης της ύπαρξης των πραγματικών και νομικών προϋποθέσεων, η συνδρομή των οποίων επιφέρει την αυτοδίκαιη κτήση της κληρονομιάς) και αθροιστικά του λόγου επαγωγής (δηλαδή της κλήσης εκ του νόμου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου) από τα οποία εξαρτάται η έναρξη της προθεσμίας αποποίησης, ερευνώνται αν συντρέχουν στο πρόσωπο του εκπροσωπούντος τον ανίκανο.
Αν συντρέξουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις (γνώση επαγωγής και του λόγου της), επέρχεται πλασματική αποδοχή της κληρονομίας, υπέρ και σε βάρος του ανηλίκου, αν δεν υποβληθεί αίτηση λήψης άδειας αποποίησης από το Ειρηνοδικείο εντός 4 μηνών από την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης.
Πάντως, αν οι νόμιμοι αντιπρόσωποι του ανηλίκου δεν υποβάλουν τέτοια άδεια λόγω εσφαλμένης γνώσης ή άγνοιας του νομικού καθεστώτος που δημιουργεί τη διάσταση μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως, τότε αυτό συνιστά περίπτωση “ουσιώδους πλάνης” ως προς την δικαιοπρακτική παράλειψη που συνιστά την πλασματική αποδοχή. Αυτή κρίνεται από το πρόσωπο που τον εκπροσωπεί και το οποίο έπρεπε να προβεί στην εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας για λογαριασμό του ανηλίκου, τηρώντας τις διατυπώσεις του άρθρου 1625 του ΑΚ, ενόψει του ότι, του νόμου μη διακρίνοντος (άρθρα 1847, 1850 ΑΚ), η προθεσμία της αποποίησης τρέχει και κατά προσώπων που είναι ανίκανα προς δικαιοπραξία.
Κατά το άρθρο 1857 εδ. β’ περ. α’, γ’ και δ’ του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομίας που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.
Η αποποίηση από ανήλικο μετά το Ν. 4786/2021
Με το άρθρο 35 του Ν. 4786/2021, όπως αναφέρθηκε, εισήχθη ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 1912 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 1912 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α` 164), ο κληρονόμος που ενηλικιώνεται δικαιούται εντός της ετήσιας προθεσμίας του άρθρου 1912 ΑΚ να αποποιηθεί την κληρονομία”.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί εισήχθη μια ερμηνευτική διάταξη περί του ζητήματος της προθεσμίας αποποίησης στο κεφάλαιο περί… απογραφής της κληρονομίας. Επίσης, εύλογα αναρωτιέται κανείς πότε υπήρξε “ασάφεια” στη νομική θεωρία ως προς το ποια είναι η προθεσμία αποποίησης από ανήλικο κληρονόμο, τη στιγμή που ουδείς αμφισβητεί όσα στην προηγούμενη ενότητα εισφέρθηκαν, ότι δηλαδή η προθεσμία αποποίησης τρέχει και κατά ανικάνων.
Με το νέο νόμο υιοθετείται μια πρόδηλα εσφαλμένη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων από τη νομολογία του ΣτΕ, κατά την οποία από το ως άνω άρθρο 1912 ΑΚ, σε περίπτωση μη συντάξεως απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιούμενο κληρονόμο, ο οποίος οφείλει, με την απειλή εκπτώσεως από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του. Εφόσον, επομένως, στην περίπτωση αυτή ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία.
Με τη νέα ρύθμιση, η οποία αποτελεί πλέον (τυπικά) νόμο του κράτους, υπό το περίβλημα του δήθεν “ερμηνευτικού νόμου” επέρχεται μια “εξαιρετική” ρύθμιση ως προς την προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας που επάγεται σε ανήλικο κληρονόμο. Με τη νέα αυτή ρύθμιση για κάθε επαγωγή της κληρονομίας σε ανήλικο κληρονόμο, η προθεσμία αποποίησης της κληρονομίας για αυτόν δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις του οικείου (έκτου) κεφαλαίου του κληρονομικού δικαίου του ΑΚ (αποποίηση εντός 4 μηνών από τη γνώση της επαγωγής και του λόγου της), αλλά υπάγεται σε έναν νέο, ειδικό και αμφίβολης συνταγματικότητας κανόνα, κατά τον οποίο η προθεσμία αποποίησης ανηλίκων αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας αυτών και λήγει το πρώτον με τη συμπλήρωση έτους από την ενηλικίωσή τους.
Ένας ψευδοερμηνευτικός νόμος
Κατά το άρθρο 77 παρ. 1 του Συντάγματος “H αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία”. Εφόσον δεν διαπιστώνονται ερμηνευτικές διαφωνίες στην ερμηνεία του νόμου, πρόκειται για ψευδοερμηνευτικό νόμο, που εισάγει νέα αυτοτελή ρύθμιση, δεν έχει την αναδρομική ισχύ και ισχύει μόνον από τη δημοσίευσή του, κατά το άρθρο 77 παρ. 2 του Συντάγματος – “Νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευσή του.”
Η υπό ανάλυση (ατυχέστατη) διάταξη σίγουρα δεν αποτελεί μια γνήσια ερμηνευτική ρύθμιση. Αποτελεί ένα νομικό παράδοξο, καθότι έρχεται να ρυθμίσει – με δήθεν ερμηνευτικό περίβλημα – ένα νομικό ζήτημα, για το οποίο υπάρχει παγιωμένη θεωρία και νομολογία. Μάλιστα, μόνο έκπληξη μπορεί να προκαλέσει η εισαγωγή αυτής της ρύθμισης όχι στον Αστικό Κώδικα, αλλά σε άσχετο νομοθέτημα, και μάλιστα η προσπάθεια “ερμηνείας” όχι των διατάξεων περί αποποίησης (έστω, δια αναφοράς επί του ζητήματος της αποποίησης ανηλίκων), αλλά των διατάξεων περί απογραφής. Όμως, αποδοχή με απογραφή είναι εννοιολογικά διαφορετική από την αποποίηση. Αποδοχή με απογραφή εννοιολογικά σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει πλέον αποποίηση. Πώς, λοιπόν, από τη διάταξη που αναφέρεται στην απογραφή – 1912 ΑΚ- αντλείται μια ρύθμιση περί αποποίησης, είναι κάτι άλυτο και αξιοπερίεργο.
Ο νόμος ισχύει μόνο για το μέλλον και διαφοροποιεί την προθεσμία αποποίησης ανηλίκων
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (23 Μαρτίου 2021), έχει εισαχθεί ένα νέο νομικό καθεστώς για την αποποίηση της κληρονομίας ανηλίκων. Από την ημέρα αυτή και μετά, για όσες επαγωγές κληρονομίας είχαν γίνει σε ανηλίκους και είχε ξεκινήσει να τρέχει η προθεσμία αποποίησης λόγω συνδρομής στο πρόσωπο των νομίμων αντιπροσώπων τους των κατά νόμο προϋποθέσεων, χωρίς όμως να παρέλθει το τετράμηνο, καθώς και για όσες επαγωγές κληρονομίας γίνονταν εφ’ εξής, η προθεσμία αποποίησης διαρκεί για όλη την ανηλικότητα των ανηλίκων και κατά την ενηλικίωσή τους.
Από την άλλη, αιτήσεις προς τα Ειρηνοδικεία που είχαν υποβληθεί πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, δικάζονται με το παλιό καθεστώς (ιδίως ως προς την προθεσμία αποποίησης μετά την παρέλευση της οποίας παρέρχεται πλασματική αποδοχή). Αν όμως είχε παρέλθει η προθεσμία άπρακτη, τότε είχε συντελεστεί οριστικά και αμετάκλητα κτήση της κληρονομίας υπέρ του ανηλίκου κληρονόμου, με μόνη δυνατότητα απεμπλοκής την άσκηση αγωγής ακύρωσης της πλασματικής αποδοχής λόγω πλάνης.
Επίμετρο – Ενστάσεις Αντισυνταγματικότητας;
Γιατί ισχύει μόνο για τους ανήλικους κληρονόμους και όχι για τους λοιπούς ανίκανους (π.χ. δικαστικά συμπαραστατούμενος ή ανίκανους για δικαιοπραξία); Τι γίνεται με εκείνους τους ανήλικους κληρονόμους που έχασαν την προθεσμία αποποίησης (δια των νομίμων αντιπροσώπων τους) και δεν προσέβαλαν τη λεγόμενη “πλασματική” αποδοχή της κληρονομίας, με συνέπεια να γίνουν κληρονόμοι οριστικά και να υποκατασταθούν πλήρως στο ενεργητικό και το παθητικό μιας κληρονομίας; Θα πρέπει, οι τελευταίοι, να προβούν σε μια νέα δικαστική διαμάχη, για να ζητήσουν την ακύρωση της πλασματικής ή άλλης αποδοχής τους λόγω πλάνης περί το δίκαιο και λόγω παγιωθείσας νομολογίας, και αν αυτό δεν γίνεται, από ποιον σε τελική ανάλυση θα αποζημιωθούν λόγω της απώλειας δικαιωμάτων τους;
Εμβαλωματικές παρεμβάσεις στο σύστημα του δικαίου με διατάξεις που φέρουν “ξένο γενετικό υλικό” από αυτό το οποίο τρέχει στο αίμα του ΑΚ, ως αποτέλεσμα δογματικής καθαρότητας και θεωρητικής επεξεργασίας, όπως αυτή για την οποία προβήκαμε σε κριτική στην παρούσα ανάλυσή μας, δεν βοηθούν στην προαγωγή της ασφάλειας του δικαίου, της εμπιστοσύνης των συναλλασσόμενων και στην τελική της απλούστερης ρύθμισης των ανθρωπίνων σχέσεων.