Αποκρατικοποιήσεις και Δίκαιο Δημοσίων Συμβάσεων: Η δράση του Υπερταμείου ως παράγοντας αποσταθεροποίησης της εφαρμογής ενός ενιαίου θεσμικού πλαισίου

Mιχάλης Π. Σειραδάκης, Συνιδρυτής και εταίρος διαχειριστής του MSCK Law Office

Mετά την ίδρυση της Ε.Ε.ΣΥ.Π. με το άρθρο 184 του Ν. 4389/2016, ευρύτερα γνωστής ως «Υπερταμείο», επανήλθε στο προσκήνιο εσχάτως ένα ζήτημα, το οποίο έρχεται και παρέρχεται κατά περιόδους, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ένταση.

Πρόκειται για το φαινόμενο των αποκρατικοποιήσεων (ή ιδιωτικοποιήσεων), όπως ορίζεται η διαδικασία μεταφοράς κυβερνητικών υπηρεσιών ή περιουσιακών στοιχείων στον ιδιωτικό τομέα, με γνώμονα την αύξηση της παραγωγικότητας των αποκρατικοποιούμενων φορέων, είτε μέσω της εξυγίανσής τους είτε μέσω της πλήρους αναδιάρθρωσής τους, ώστε να επιτευχθεί η αύξηση της συνολικής οικονομικής τους αποτελεσματικότητας. Η συζήτηση βέβαια για την αποκρατικοποίηση σημαντικών κλάδων του παραδοσιακού δημόσιου τομέα δεν είναι καινούρια. Ήδη στις αρχές της τρίτης χιλιετίας με την τροποποίηση των τότε άρθρων 81 και 82 της ΣυνθΕΚ (νυν άρθρα 101 και 102 της ΣΛΕΕ), είχε και πάλι αναζωπυρωθεί ως ενδεδειγμένη μέθοδος, προκειμένου να απελευθερωθούν ορισμένες δραστηριότητες από το κρατικό μονοπώλιο και να καταστούν ανταγωνιστικότεροι «λιμνάζοντες» τομείς της ελληνικής οικονομίας (ενέργεια, μεταφορές, ταχυδρομικές υπηρεσίες κλπ.).

Επιστρέφοντας σε χρόνο ενεστώτα, σύμφωνα άλλωστε και με τις στοχεύσεις του Υπερταμείου, κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση του στρατηγικού του σχεδίου κατέχει η συμβολή του στους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας, η μακροπρόθεσμη διασφάλιση του υψηλού επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες και ο πολλαπλασιασμός της δημόσιας περιουσίας με παράλληλη προστασία των εθνικών φυσικών πόρων. Στην προσπάθεια αυτή, αναδεικνύεται σε βασικό «όχημα» για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων του η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, αλλά και οι αποκρατικοποιήσεις στρατηγικής σημασίας Δ.Ε.Κ.Ο., οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου ή σε ένα ποσοστό στο ελληνικό Δημόσιο, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης τους στην ελεύθερη αγορά, την προσέλκυση εγχώριων και αλλοδαπών μεγάλων επενδυτών και την εν γένει ορθολογικότερη διαχείριση των υφιστάμενων πόρων τους.

Από την άλλη πλευρά όμως, οι φορείς αυτοί, ανήκοντας στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, κατά την ανάθεση των δημοπρατούμενων από αυτούς συμβάσεων προμηθειών, παροχής υπηρεσιών και έργων, εφαρμόζουν υποχρεωτικά το θεσμικό πλαίσιο του Ν. 4412/2016, δεδομένου ότι υπάγονται ως αναθέτουσες αρχές ή αναθέτοντες φορείς σε αυτό, όπως ενσωμάτωσε στο εθνικό μας δίκαιο τις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ. Ωστόσο, μέσα από τη δράση του Υπερταμείου, όπως υλοποιείται μέσα από μαζικές αποκρατικοποιήσεις και προκειμένου να καταστεί η ελληνική οικονομία ανταγωνιστικότερη, αποδοτικότερη και να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανάγκες, εκφράζονται προβληματισμοί, κατά πόσο αποκρατικοποιώντας φορείς που παραδοσιακά ανήκουν στον δημόσιο τομέα, ταυτόχρονα ανοίγει και η «κερκόπορτα», ώστε έκαστος τέτοιος φορέας, αφού υπαχθεί στους κανόνες της ελεύθερης οικονομίας, να ακολουθήσει δικό του δρόμο, αποφεύγοντας μέσα από διάφορες μεθοδεύσεις την εφαρμογή του Ν. 4412/2016, πλήττοντας την επιδιωκόμενη από τον ενωσιακό νομοθέτη ασφάλεια δικαίου.

Η παρατηρούμενη ένταση μεταξύ του μπαράζ αποκρατικοποιήσεων, εντασσόμενου σε έναν στρατηγικό επενδυτικό ορίζοντα, και του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων δεν αναδεικνυόταν τόσο οξεία στο παρελθόν, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμα ενιαίο λειτουργικό πλαίσιο σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως θεσμοθετήθηκε αργότερα, αρχικά με τις Οδηγίες του 2004 και ύστερα με τη δέσμη Οδηγιών του 2014, το οποίο να ρυθμίζει σε τέτοιο εξαντλητικό βαθμό, τη διεξαγωγή δημόσιων διαγωνισμών. Εν έτει 2023, όμως, τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί άρδην και πλέον συνιστά απαίτηση σε ενωσιακό επίπεδο να μην διεξάγονται διαγωνισμοί με κατακερματισμένο ρυθμιστικό πλαίσιο και εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο σε συγκεκριμένες, ρητά προβλεπόμενες, περιπτώσεις.

Η ανωτέρω ενωσιακής προέλευσης επιταγή παρίσταται όλως δικαιολογημένη, καθώς οι ισχύουσες Οδηγίες του 2014 μεταφέρουν στο κείμενό τους τη συσσωρευμένη εμπειρία από την εφαρμογή των Οδηγιών του 2004, έχοντας συμβάλλει καταλυτικά στον εκσυγχρονισμό της διεξαγωγής δημόσιων διαγωνισμών στις χώρες μέλη της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, απλοποίησαν σημαντικά τις διαδικασίες ανάθεσης με την περιστολή του διοικητικού φόρτου και της γραφειοκρατίας, συστηματοποίησαν τα απαιτούμενα κριτήρια ποιοτικής επιλογής και καθιέρωσαν ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο αξιολόγησης των λόγων αποκλεισμού, διευκολύνοντας έτσι την πρόσβαση στην αγορά δημοσίων συμβάσεων για όλους τους εν δυνάμει ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, μέσα από συνθήκες ισότητας, διαφάνειας και αμεροληψίας.

Παράλληλα, το ισχύον καθεστώς για τις δημόσιες συμβάσεις έχει λάβει υπόψη του και έχει προσαρμοστεί σημαντικά στις σύγχρονες απαιτήσεις, περιλαμβάνοντας περιβαλλοντικές διατάξεις για τις πράσινες συμβάσεις, μέσω της κοστολόγησης του κύκλου ζωής και τη δυνατότητα αναφοράς σε ειδικό σήμα ή σε οικολογικό σήμα, αλλά και διατάξεις του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, ενώ σημαντικό ρόλο παίζουν οι εν γένει κοινωνικές πτυχές, με την εισαγωγή διατάξεων που σχετίζονται με την κοινωνική ένταξη και τα κοινωνικά κριτήρια, στοχεύοντας στην ανάδειξη αναδόχων που είναι οικονομικά φερέγγυοι, τεχνικά και επαγγελματικά αξιόπιστοι και συνολικά κατάλληλοι για την άρτια, εμπρόθεσμη και έντεχνη εκτέλεση της δημόσιας σύμβασης που τους ανατίθεται.

Παράλληλα, με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων μέσα από την πλούσια νομολογία του ΔΕΕ, παρατηρείται μία πρωτοφανής εναρμόνιση των εθνικών δικαιϊκών τάξεων στα 27 κράτη-μέλη της ΕΕ. Στην ίδια λογική υιοθετούνται μέτρα για την εξασφάλιση πρόσβασης στην αγορά δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ και για οικονομικούς φορείς από τρίτες χώρες, με τους αυτούς όρους που προβλέπονται και για τους Ευρωπαίους συμμετέχοντες, πάντοτε υπό τον όρο της αμοιβαιότητας και της αναγνώρισης εξίσου ευνοϊκών όρων στις αντίστοιχες εγχώριες αγορές δημοσίων συμβάσεων των τρίτων αυτών κρατών (βλ. ενδεικτικά τον Κανονισμό (ΕΕ) 2022/1031 για τα μέτρα IPI).

Ομοίως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η, για πρώτη φορά, καθιέρωση και εμπέδωση μίας, κοινής βάσης και σύλληψης, δέσμης κανόνων επίλυσης διαφορών, η οποία εξασφαλίζει την παροχή αποτελεσματικής έννομης προστασίας, μέσα από την άσκηση προσφυγών και ενδίκων βοηθημάτων σε σύντομες προθεσμίες, όπως η τελευταία, δρώντας συνδυαστικά με την ενιαία ερμηνευτική προσέγγιση του δικαιϊκού πλέγματος των δημοσίων συμβάσεων μέσα από τις αποφάσεις του ΔΕΕ, ενισχύει την αξιοπιστία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, συμβάλλοντας στην αμεσότερη συμβασιοποίηση των δημοπρατούμενων αντικειμένων.

Όλα τα ανωτέρω αναμφισβήτητα συνιστούν ένα επίτευγμα του δικαίου της ΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, ένα κεκτημένο θα μπορούσε να ειπωθεί, το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί από διαρροές και αποσχίσεις που κινδυνεύει να το αποδομήσουν και να το καταστήσουν κενό περιεχομένου ή περιορισμένου εύρους εφαρμογής.

Ενόψει των ανωτέρω προβληματισμών, διαπιστώνεται κατά μία έννοια μία «σύγκρουση συμφερόντων» μεταξύ των εθνικής ωφέλειας επιδιώξεων του Υπερταμείου και του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, στον βαθμό που το ενιαίο ενωσιακό κεκτημένο επίσης υπηρετεί τη βέλτιστη διάθεση δημόσιων πόρων και την ανάπτυξη των βέλτιστων συνθηκών ανταγωνισμού προς όφελος της ελληνικής οικονομίας. Και αυτή η φαινομενική αντιπαλότητα ίσως θα έπρεπε να τύχει μεγαλύτερης προσοχής και αντιμετώπισης με νομοθετική ρύθμιση στο εγγύς μέλλον.