Αναστασία Στάμου: Η κουλτούρα καλής εταιρικής διακυβέρνησης είναι σημαντική για τη δημιουργία υπεραξίας

Αναστασία Στάμου Αντιπρόεδρος Β’, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Η αποκάλυψη μίας εταιρικής αποτυχίας οδήγησε, όπως μας εξηγεί η Β’ Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, στην αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου για την εταιρική διακυβέρνηση, με τις υποχρεώσεις του οποίου έχουν σήμερα συμμορφωθεί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι εταιρίες. Ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου, οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και οι θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές για την προσέλκυση επενδύσεων βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησής μας με την Αναστασία Στάμου.

  • Πείτε μας δυο λόγια για εσάς και την επαγγελματική σας πορεία.

Η επαγγελματική μου πορεία είναι συνδεδεμένη με την ελληνική κεφαλαιαγορά για είκοσι και πλέον χρόνια. Εντάχθηκα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, ως νομική σύμβουλος, το 1999 και αργότερα ορίστηκα Επικεφαλής Κανονιστικής Συμμόρφωσης. Έχοντας εξειδίκευση στη δημιουργία νέων αγορών και προϊόντων, στη χρηματοδότηση εταιριών μέσω IPOs, στις νέες εισαγωγές και στις εταιρικές συναλλαγές εισηγμένων εταιριών, συμμετείχα ενεργά στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση σημαντικών έργων του Ομίλου.

Σήμερα, ως εκτελεστική Αντιπρόεδρος Β’ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχω υπό την άμεση εποπτεία μου τους Φορείς της αγοράς (ΕΠΕΥ, ΑΕΔΑΚ, ΑΕΔΟΕΕ, επαγγελματικά ταμεία κλπ), την αυτοτελή Μονάδα για το ξέπλυμα χρήματος και τη Διεύθυνση Οικονομικών της Επιτροπής. Υπό την άμεση εποπτεία μου τελούν και όλα τα θέματα εταιρικής διακυβέρνησης των εισηγμένων εταιριών.

Με την εταιρική διακυβέρνηση ειδικά, ασχολούμαι τα τελευταία δέκα χρόνια, συστηματικά. Το 2012 συμμετείχα, από την πλευρά του Χρηματιστηρίου, στην ίδρυση του Ελληνικού Συμβουλίου Εταιρικής Διακυβέρνησης (ΕΣΕΔ), αναγνωρισμένου, ήδη, φορέα για την προώθηση των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης και την έκδοση Ελληνικού Κώδικα Εταιρικής Διακυβέρνησης. Μέχρι σήμερα διατελώ Γενική Διευθύντρια και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του ΕΣΕΔ.

Ασχολούμαι, επίσης, ενεργά με θέματα που άπτονται της αξιοποίησης του πλέγματος “περιβάλλον, κοινωνία και εταιρική διακυβέρνηση” (“ESG”) για τη βιώσιμη ανάπτυξη των επιχειρήσεων.

Συμμετέχω στον δημόσιο διάλογο, είτε με ομιλίες και εισηγήσεις είτε με αρθρογραφία, στο πλαίσιο προσπάθειας εμπέδωσης, από το οικοσύστημα, των αρχών καλής εταιρικής διακυβέρνησης και βιωσιμότητας και για τη διευκόλυνση, στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της ερμηνείας και ορθής εφαρμογής των διατάξεων.

  • Ποιος είναι ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου στην Εταιρική Διακυβέρνηση;

Η απάντηση βρίσκεται στη σημασία της εταιρικής διακυβέρνησης ως μηχανισμού διαχείρισης των εταιρικών υποθέσεων, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται μείωση του κόστους κεφαλαίου και υπεραξία για τους μετόχους. Η επίτευξη του εταιρικού σκοπού είναι δηλαδή συνυφασμένη με την εταιρική διακυβέρνηση, συνεπώς, η ανάθεση της επιστασίας της στο Διοικητικό Συμβούλιο δεν προκαλεί εντύπωση.

Το Διοικητικό Συμβούλιο ορίζει και επιβλέπει την υλοποίηση του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης, παρακολουθεί και αξιολογεί περιοδικά την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητά του και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση ελλείψεων.

Έτσι περιγράφεται στον νόμο ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου σε σχέση με την εφαρμογή του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, υπόβαθρο του οποίου αποτελούν οι θεωρίες για τον ρόλο εντολοδόχου που το διοικητικό συμβούλιο επιτελεί στην εταιρία.

Βασικός σκοπός του Διοικητικού Συμβουλίου είναι, διευθύνοντας συλλογικά τις υποθέσεις της, να διασφαλίσει την ευημερία της εταιρίας, προκειμένου να ικανοποιήσει τα συμφέροντα των μετόχων της, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη (σύμφωνα με τη θεωρία του “stakeholderism”) και αυτά των σχετικών ενδιαφερομένων μερών.

Επιδιώκοντας αυτόν τον βασικό σκοπό, το Διοικητικό Συμβούλιο έρχεται αντιμέτωπο με ένα σύνολο ευθυνών και προκλήσεων.

Προφανώς, κάθε εταιρία αντιμετωπίζει μοναδικά προβλήματα και συνθήκες, ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες καθολικές προκλήσεις και μια σειρά καθηκόντων που κάθε συμβούλιο πρέπει να εκτελέσει, για να επιτευχθεί ο κεντρικός του σκοπός.

Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι ο κύριος εκφραστής επιλογών και ο φορέας ανάληψης κινδύνων. Η εκπλήρωση του ρόλου του περιλαμβάνει κατ’ αρχάς τη διασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του ως συλλογικού οργάνου, με προγραμματισμό και διαχείριση των συνεδριάσεών του και των επιτροπών του, εκχώρηση αρμοδιοτήτων κλπ.

Περαιτέρω, ο ρόλος του εντός του μηχανισμού εταιρικής διακυβέρνησης περιλαμβάνει:

  • τον προσδιορισμό οράματος, αποστολής και αξιών
  • την επιλογή στρατηγικής και την αντίστοιχη οργάνωση και διαχείριση των υποθέσεων με τον κατάλληλο για την εφαρμογή της τρόπο
  • τη λογοδοσία προς τους μετόχους και την αξιολόγηση των συμφερόντων των σχετικών ενδιαφερομένων μερών.

Στο πλαίσιο αυτό, ένα Διοικητικό Συμβούλιο επιλέγει τα μέσα εφαρμογής των στρατηγικών του, αξιολογεί και επανεξετάζει τα δυνατά σημεία, τις ευκαιρίες, αδυναμίες και απειλές που σχετίζονται με την εταιρία.

Προσδιορίζει τα όρια της εταιρίας σε διάφορους κινδύνους και καθορίζει τον εντοπισμό και τη διαχείρισή τους, τόσο αυτών που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, όσο και αυτών που δημιουργούνται από τις δραστηριότητες της εταιρίας.

Ως προς την εσωτερική οργάνωση, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει την εκχώρηση εξουσίας, την εφαρμογή αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου και την παρακολούθηση, αξιολόγηση και επικαιροποίησή του.

Ένα Διοικητικό Συμβούλιο απαιτείται να έχει επαρκείς γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία της εταιρείας, να διακρίνει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις και τις μακροπρόθεσμες τάσεις.

Να έχει γνώση των «τοπικών» ζητημάτων αλλά και των ευρύτερων παραμέτρων.

Να επιδιώκει την επίτευξη κέρδους για τους μετόχους, ενώ ενεργεί υπεύθυνα έναντι των εργαζομένων, πελατών, προμηθευτών, της κοινωνίας στο σύνολό της.

Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αναμένεται να αναγνωρίσει αυτές τις προκλήσεις και, ανάλογα με την ιδιότητα και τα καθήκοντά του, να συμβάλει και ατομικά στην εξεύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ των διαφόρων ανταγωνιστικών παραγόντων. Γι’ αυτό και η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου εισηγμένης εταιρίας ρυθμίζεται ειδικά, με διατάξεις για την συλλογική και ατομική καταλληλότητα, που διασφαλίζουν επάρκεια γνώσεων και εμπειριών, πολυμορφία, ανεξαρτησία.

Ως μέλη του συλλογικού οργάνου, τα εκτελεστικά και μη εκτελεστικά μέλη μοιράζονται κατά βάση τα ίδια ατομικά και συλλογικά καθήκοντα και ευθύνες. Ωστόσο, ο ρόλος των μη εκτελεστικών μελών μπορεί να θεωρηθεί ως εξισορροπητικός και ως ελεγκτικός των εκτελεστικών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, στο σύνολό του, λειτουργεί αποτελεσματικά. Δηλαδή, όπου το εκτελεστικό μέλος έχει στενή γνώση της εταιρείας, το μη εκτελεστικό αναμένεται να έχει μια ευρύτερη άποψη για τα πράγματα. Όπου το εκτελεστικό μέλος είναι καλύτερα εξοπλισμένο για να παρέχει μια επιχειρηματική ώθηση στην εταιρεία, το μη εκτελεστικό μπορεί να έχει παρέχει εχέγγυα ενός συνετού ελέγχου.

  • Πώς νοείται η καλή διακυβέρνηση και πώς αυτή συνδέεται με τον ρόλο του Διοικητικού Συμβουλίου;

Η καλή διακυβέρνηση νοείται ως ένας μηχανισμός που υιοθετεί ισχυρές πρακτικές και επιμέρους συστήματα λήψης αποφάσεων, αξιοκρατίας, λογοδοσίας, διαχείρισης κινδύνων και διαδικασίας “ελέγχων και ισορροπιών”.

Η καλή διακυβέρνηση αφορά το πώς ο οργανισμός διεξάγει τις δραστηριότητές του, με ποιον τρόπο υλοποιούνται οι στρατηγικές του. Αφορά επίσης το πώς συλλέγονται και αξιολογούνται οι πληροφορίες και πώς παρακολουθούνται οι σχέσεις – πώς διεξάγεται ο διάλογος με τους μετόχους και τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη.

Η καλή εταιρική διακυβέρνηση χάνεται όταν τα παραπάνω δεν συνδέονται με το επιχειρηματικό όραμα, τη στρατηγική, τον τρόπο υλοποίησης του επιχειρηματικού σχεδίου.

Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό οι πυλώνες δράσης του Διοικητικού Συμβουλίου να εξηγούνται και να διαχέονται αποτελεσματικά σε ολόκληρο τον οργανισμό, με ανάλωση του απαιτούμενου χρόνου και την υιοθέτηση της κατάλληλης οργάνωσης, προκειμένου να διαφανεί η πραγματική αξία του συστήματος εταιρικής διακυβέρνησης, να υιοθετηθούν πολιτικές και διαδικασίες και να σχεδιαστεί οργανόγραμμα και κανονισμός λειτουργίας με σαφείς περιγραφές θέσεων εργασίας, στελέχωση με αξιοκρατία, να γίνει προσδιορισμός στόχων, κινήτρων, αποδόσεων, ελέγχων.

Αυτή την ευθυγράμμιση του πλαισίου διακυβέρνησης με τις ανάγκες και προοπτικές της εταιρίας, την αναλαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο μέσω συγκεκριμένου σχεδίου δράσης. Εάν αυτό ελλείπει, θα υπάρχει πάντα κενό στη δομή διακυβέρνησης.

Βέβαια, τα οφέλη της εταιρικής διακυβέρνησης μεγιστοποιούνται με τη δημιουργία εταιρικής κουλτούρας, διότι μέσω αυτής επιτυγχάνεται και ισχυροποιείται η σύνδεση του οράματος και της στρατηγικής του Διοικητικού Συμβουλίου με την εσωτερική λειτουργία του οργανισμού.

Έχει αποδειχθεί ότι οι συμπεριφορές καλής διακυβέρνησης μετατρέπονται σε εταιρική κουλτούρα μόνο μετά από σταθερή και μακροχρόνια εξάσκησή τους από την ηγεσία. Είναι, δηλαδή, το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο που πρέπει να επιδεικνύει συμπεριφορά συμβατή με το προτεινόμενο και εφαρμοζόμενο πλαίσιο, οι δε πράξεις του να γίνονται συνεπείς συνήθειες μέχρι να εμπεδωθούν, να γίνουν κτήμα όλου του οργανισμού.

Χρειάζεται τεχνογνωσία, υπομονή, συνέπεια, θάρρος, πίστη, αναγνώριση των λαθών και δέσμευση για τη διόρθωσή τους.

  • Πώς κρίνετε τη μέχρι στιγμής ανταπόκριση της αγοράς στο νέο πλαίσιο για την Εταιρική Διακυβέρνηση;

Μετά από δεκαοκτώ χρόνια εφαρμογής του πρώτου νόμου για την εταιρική διακυβέρνηση (ν. 3016/2002) και αφού για μία και πλέον δεκαετία η εταιρική διακυβέρνηση απασχόλησε τη νομική θεωρία και την επιχειρηματικότητα, χρειάστηκε τελικά η αποκάλυψη μίας εταιρικής αποτυχίας και “σκανδάλου” (της Folli Follie), για να οδηγηθούμε σε αναθεώρηση, συνολικά, του θεσμικού πλαισίου, με την ψήφιση του νόμου 4706/2020.

Με τον νέο νόμο το μοντέλο εταιρικής διακυβέρνησης μετασχηματίστηκε από ένα σύστημα minimum εκ του νόμου υποχρεώσεων σε συνδυασμό με αυτορρύθμιση μέσω κωδίκων, σε ένα σύστημα εκτεταμένων και σύνθετων υποχρεώσεων μέσω νομοθετικών/ κανονιστικών διατάξεων.

Η αγορά, λοιπόν, κλήθηκε να αποδεχθεί το “τέλος εποχής” που επήλθε με την απομάκρυνση από το σύστημα αυτορρύθμισης και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα εντός της μεταβατικής περιόδου ενός έτους που είχε δοθεί.

Στη φάση της μετάβασης δεν έλειψε η αμφισβήτηση της σκοπιμότητας και αποτελεσματικότητας της νομοθετικής επιλογής. Ούτε η ανησυχία για το κόστος συμμόρφωσης. Κατανοητό. Οι εταιρίες ήρθαν αντιμέτωπες με τον εαυτό τους: με τη δυσκολία καταγραφής των αδυναμιών τους, αντιπαραβολής των απαιτήσεων του νόμου με το ισχύον σύστημα διακυβέρνησής τους, αυτοαξιολόγησης και τελικά συμμόρφωσης με το νέο πλαίσιο. Βέβαια, η διαδρομή που είχε να διανύσει κάθε εταιρία -και το αντίστοιχο κόστος στο οποίο έπρεπε να υποβληθεί- ήταν αντίστοιχη με τον βαθμό ωριμότητάς της και με την κουλτούρα εταιρικής διακυβέρνησης που είχε διαμορφώσει κατά την “εκκίνηση” της μετάβασης.

Σήμερα, μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου, οι εταιρίες έχουν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συμμορφωθεί, τουλάχιστον τυπικά, με τις υποχρεώσεις του νέου πλαισίου. Αυτό προκύπτει τόσο από τις δημοσιευμένες πληροφορίες, όσο και από τις πληροφορίες που έχουν συλλεγεί στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας.

H αγορά φαίνεται, όμως, πως συνεχίζει να αναζητά ερμηνεία και κατεύθυνση σε διάφορα θέματα που είτε δεν είναι απολύτως ξεκάθαρα, είτε απαιτούν ουσιαστικότερη προσαρμογή. Ως Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δημοσιεύουμε κατά καιρούς οδηγίες και στοχευμένες ερωταπαντήσεις, είμαστε σε συνεχή επικοινωνία με την αγορά για την παροχή διευκρινίσεων και αναδεικνύουμε με διάφορες δράσεις τη σημασία της εταιρικής διακυβέρνησης.

Η ανταπόκριση θεωρώ τελικά ότι είναι θετική: η αγορά αναγνωρίζει σιγά-σιγά ότι η ουσιαστική συμμόρφωση και η υιοθέτηση κουλτούρας καλής εταιρικής διακυβέρνησης είναι σημαντική όχι μόνο για την αποφυγή επιβολής κυρώσεων, αλλά, κυρίως, για τη δημιουργία υπεραξίας και την προσέλκυση κεφαλαίων. Και ότι, εφόσον δεν μπόρεσε ή δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτορρύθμιση, η υποχρεωτική εφαρμογή ήταν μονόδρομος. Τα οφέλη είναι σαφώς περισσότερα, μακροπρόθεσμα, από τα κόστη. Όσες εταιρίες δεν αντιλαμβάνονται αυτά τα οφέλη ή δεν μπορούν να τα “ρευστοποιήσουν” θα πρέπει να εξετάσουν τη μετάβασή τους σε πιο ήπιο από πλευράς ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης περιβάλλον, όπως αυτό της Εναλλακτικής Αγοράς.

  • Ποιες είναι οι κυριότερες θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές που έχουν γίνει και θα γίνουν στο άμεσο μέλλον από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την προσέλκυση επενδύσεων;

Νομοθετικές αλλαγές που άμεσα ή έμμεσα συνδέονται με την προσέλκυση επενδύσεων αφορούν στην εταιρική διακυβέρνηση, στο ενημερωτικό δελτίο, στην πρόβλεψη ειδικού τύπου οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων με μορφή αμοιβαίου κεφαλαίου (όλα στο ν. 4706/2020).

Όσο για το μέλλον, επεξεργαζόμαστε δικές μας προτάσεις και υποστηρίζουμε προτάσεις της αγοράς, σε μια προσπάθεια ενδυνάμωσης της κεφαλαιαγοράς μέσω της ανάπτυξης και των δύο πλευρών – προσφοράς και ζήτησης – των επενδύσεων. Στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή της άντλησης κεφαλαίων, εξετάζονται προτάσεις, όπως η υιοθέτηση κινήτρων εισαγωγής και παραμονής στο χρηματιστήριο και η κατάργηση του φόρου των τοκομεριδίων των εταιρικών ομολόγων. Στην πλευρά της ζήτησης, δηλ. της αξιοποίησης της αποταμίευσης, εξετάζεται η θέσπιση ειδικού ατομικού λογαριασμού επενδύσεων με μακροπρόθεσμο ορίζοντα διακράτησης, στα πρότυπα αντίστοιχων λογαριασμών που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Επειδή, όμως, για την προσέλκυση επενδύσεων έχει σημασία και ο τρόπος άσκησης της εποπτείας της αγοράς, στόχος μας είναι ο εκσυγχρονισμός της ίδιας της Επιτροπής, με τη βελτίωση των δομών διακυβέρνησής της, την ανανέωση του προσωπικού της, τη χρήση ψηφιακών εργαλείων εποπτείας, την αναβάθμιση των ηλεκτρονικών συστημάτων της.

  • Πώς συμβάλλει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στη βιώσιμη ανάπτυξη και την εφαρμογή των ESG κριτηρίων στον επενδυτικό χώρο;

Η προώθηση βιώσιμης χρηματοδότησης και η ανάπτυξη κεφαλαιαγορών με μακροπρόθεσμο ορίζοντα αποτελούν κύριο άξονα της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εντάσσεται στο πλάνο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και περιλαμβάνεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας αλλά και στο Πρόγραμμα Δράσης της ΕΕ για τα βιώσιμα χρηματοοικονομικά (Action Plan on Sustainable Finance, EU Renewed Sustainable Finance Strategy) και την ένωση των κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union).

Για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, o στόχος της βιώσιμης χρηματοδότησης και της ανάπτυξης μιας κεφαλαιαγοράς με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό είναι επίσης στρατηγικός στόχος.

Η παραγωγή μακροπρόθεσμης αξίας για την οικονομία και την κοινωνία δεν μπορεί όμως να περιορίζεται στην ενσωμάτωση νομοθετικών/ κανονιστικών ρυθμίσεων. Πέραν, συνεπώς, της ρυθμιστικής μας αρμοδιότητας, η συνεχής επαγρύπνηση και προσαρμογή όλων στις νέες απαιτήσεις για ένα βιώσιμο μέλλον αποτελεί για εμάς προτεραιότητα. Παρακολουθούμε όλες τις εξελίξεις και λαμβάνουμε μέρος στη δημόσια διαβούλευση για τα θέματα βιωσιμότητας. Συμμετέχουμε με προτάσεις στη διαδικασία θεσμοθέτησης όλων των σχετικών ρυθμίσεων. Είμαστε σε εγρήγορση για την υιοθέτηση κατευθυντήριων γραμμών. Προωθούμε την ανάπτυξη της πράσινης χρηματοδότησης. Αναλαμβάνουμε και υποστηρίζουμε πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην ενημέρωση και εκπαίδευση όλων των παραγόντων της αγοράς.

  • Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κεφαλαιαγοράς και πώς αυτές επηρεάζουν το έργο της Επιτροπής;

Η ελληνική κεφαλαιαγορά είναι θεσμικά οχυρωμένη, με ρυθμιστικό πλαίσιο ενταγμένο στην ενωσιακή νομοθεσία, που διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού και προστασία των επενδυτών. Είναι όμως μια μικρή αγορά, με χαμηλή ρευστότητα, μικρή κεφαλαιοποίηση, περιορισμένη διασπορά. Σε μεγάλο βαθμό η εικόνα αυτή διαμορφώθηκε μέσα σε μια δεκαπενταετία κρίσης (τραπεζικής, οικονομικής, χρέους, Covid), και επηρεάστηκε από τα γενικότερα χαρακτηριστικά της οικονομίας και της επενδυτικής συμπεριφοράς των ελληνικών νοικοκυριών: Τα ποσοστά της αποταμίευσης επί του μεγέθους της κεφαλαιαγοράς, καθώς και της κεφαλαιοποίησης επί του ΑΕΠ είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, πολύ πιο κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα περιθώρια ανάπτυξης, συνεπώς, είναι μεγάλα – ήδη η προοπτική διαφαίνεται από την άντληση κεφαλαίων ρεκόρ για το 2021 (6 δις), που είναι η μεγαλύτερη της τελευταίας πενταετίας. Έργο της Επιτροπής σε αυτό το περιβάλλον είναι, με βάση τις αρμοδιότητές της, να διασφαλίζει την αξιοπιστία και εύρυθμη λειτουργία του συστήματος, την ασφάλεια των συναλλαγών, την προστασία του επενδυτικού κοινού και την εμπιστοσύνη στην αγορά και να υποστηρίζει τις πρωτοβουλίες για την ανάπτυξή της. Πώς επηρεάζεται αυτό το έργο από τα χαρακτηριστικά της αγοράς; Επηρεάζεται υπό την έννοια ότι ο τρόπος άσκησης εποπτείας διαμορφώνεται εντός του γενικού περιβάλλοντος, αλλά και υπό τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες. Επηρεάζεται, επίσης, κατά την άσκηση εποπτείας με βάση την έκθεση στον κίνδυνο, καθώς και κατά την εφαρμογή των αρχών της αποτελεσματικότητας και της αναλογικότητας.